31 Δεκ 2011

Πρωτοχρονιά στη σκοπιά

Για επεξηγήσεις στρατιωτικής ορολογίας δείτε στο τέλος του κειμένου. Για άλλους άγνωστους όρους δείτε εδώ.

Τώρα που άλλαξε ο χρόνος θυμήθηκα και είπα να μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία. Τυχερούληδες! Ετοιμαστείτε λοιπόν... φορέστε μια δεύτερη ζακέτα και ένα τρίτο ζευγάρι κάλτσες γιατί τα ξύλα για το τζάκι και το πετρέλαιο τελείωσαν, κουκουλωθείτε με μια κουβέρτα και καλή ανάγνωση.

Αυτή η ιστορία αφορά μια αλλαγή χρονιάς διαφορετική από τις άλλες, την οποία έζησα κατά τη διάρκεια της θητείας μου. Αυτός ο στρατός είναι τόσο μοναδική εμπειρία που σου μένει αξέχαστη ρε γαμώτο. Τζάμπα τόσα λεφτά που έχω δώσει για ψυχοθεραπεία.

Την παραμονή πρωτοχρονιάς, λοιπόν, του 2007 προς 2008 βρισκόμουν σε στρατόπεδο της Αλεξανδρούπολης διανύοντας περίπου τον 8ο μήνα της θητείας μου. Ήμουν πολύ χαρούμενος που θα περνούσα την πρωτοχρονιά στο στρατόπεδο. Όλα φάνταζαν ονειρικά. Παντού ήταν χιονισμένα και είχε παγώσει ο κώλος μας, τα χαμογελαστά πρόσωπα των φαντάρων έμοιαζαν σα να τους είχαν σκοτώσει τη μάνα κι εγώ είχα λιώσει στη σκοπιά και τη δουλειά και μύριζα σα να είχα πάνω μου κάτι που είχε ψοφήσει. Κατά τα άλλα δεν ήταν και τόσο άσχημα γιατί τις αργίες στο στρατό τουλάχιστον έχει ησυχία και το βράδυ μπορεί να πίναμε τίποτα με τα παιδιά για να ευθυμήσουμε. Τι σημασία έχει άλλωστε το που είσαι. Μπορείς κάποιες φορές να περάσεις καλά.

Βέβαια έτσι νομίζαμε μέχρι το πρωί της παραμονής όταν εμφανίστηκε ο επόπτης (1) που είχε υπηρεσία για την παραμονή. Κατά διαβολική σύμπτωση ήταν μακράν ο πιο ψυχοπαθής αξιωματικός του στρατοπέδου και είχε βάλει σκοπό να περάσει μια όμορφη και ήσυχη νύχτα με τους αγαπημένους του φαντάρους. Πολύ ήσυχη! Και φρόντισε να κάνει απόλυτα σαφές κατά την πρωινή αναφορά (2) ότι όποιον πιάσει με αλκοόλ θα βγει εξοδούχος (3) μετά τις γιορτές... του πάσχα. Επίσης μας θύμισε με τη γλυκιά φωνή του τα "Ο εχθρός παραμονεύει", "Αν κοιμάσαι στη σκοπιά, στρατοδικείο πάραυτα", "Κόψε το τάκα τάκα τα θαλαμοφύλακα" και άλλες μεγάλες επιτυχίες του.

Μετά την αναφορά όλοι οι φαντάροι είχαν τη χαμογελαστή έκφραση που περιέγραψα παραπάνω και κάποιος κραύγαζε με ενθουσιασμό όντας γονατιστός "Γιατί θεέ μου αυτός;" ενώ στη συνέχεια πήρε φόρα και χτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο σαν υπέρτατη ένδειξη ευγνωμοσύνης.

Ας αφήσουμε όμως για λίγο τον επόπτη και ας πάμε στο χαρμόσυνο γεγονός μιας γέννας. Μερικές μέρες πριν, μια σκυλίτσα που είχε γίνει θαμώνας του στρατοπέδου γιατί της άρεσε πως έφτιαχναν στο ΚΨΜ (4) τον καπουτσίνο, είχε γεννήσει ακριβώς μπροστά στο θάλαμό μας (5) ένα τσούρμο αξιολάτρευτα κουτάβια. Επειδή όμως το μέρος είχε πολύ ηχορύπανση από τα ροχαλητά και τις κλανιές των φαντάρων η σκυλίτσα είδε κι απόειδε και μετέφερε τα κουτάβια της λίγο πιο πέρα δίπλα στην επικαλυπτική σκοπιά (6). Μάλλον το καινούργιο σημείο ήταν λίγο πιο ζεστό γιατί έκοβε ο αέρας από το φυλάκιο της σκοπιάς (7).

Το μεσημέρι που είχα σκοπιά στην επικαλυπτική, ο επόπτης επικοινώνησε με τον υπεύθυνο της πύλης που ήταν κάποιος επιλοχίας ή κάτι τέτοιο. Μετά από λίγο ο επιλοχίας ερχόταν προς το μέρος μου. Παραξενεύτηκα λίγο γιατί το μεσημέρι στο στρατόπεδο δεν κουνιέται φύλλο αλλά σκέφτηκα ότι με τέτοιον επόπτη θα κάνουν έφοδο (8) και το μεσημέρι. Έτσι εκεί που περίμενα ο επιλοχίας να μου πει παρασύνθημα και τα συναφή, αυτός πλησίασε αδιαφορώντας για αυτά τα τυπικά και είπε δείχνοντας κάπως προβληματισμένος:
-"Ο επόπτης θέλει να διώξουμε τα κουτάβια από τη σκοπιά."
-"Και που να τα πάμε; Θα παγώσουν μ' αυτή την παγωνιά", απάντησα.
Τα κουτάβια τα είχε βάλει η μάνα τους μέσα σε μια λακκούβα και είχε κάτσει από πάνω τους σαν την κλώσα για να ζεσταίνονται.
-"Θα του πω ότι δε μ' αφήνει η μάνα τους να τα πάρω", είπε ο επιλοχίας μετά από λίγο.
-"Έτσι πες του. Κι άμα θέλει ας έρθει να τα πάρει αυτός."

Μετά από λίγο ο επιλοχίας επέστρεψε.
-"Επιμένει. Μου είπε να τους ρίξω νερό για να τα πάρει η μάνα τους", μου είπε.
-"Καλά είναι τελείως μαλάκας;" διερωτήθηκα ρητορικά. "Να τους ρίξεις νερό μες στην παγωνιά, θα ψοφήσουν τα κουτάβια. Παραμονή πρωτοχρονιάς είναι. Τι άνθρωπος είναι αυτός;"
-"Τουλάχιστον αν μ'αφήσει η μάνα τους θα βρω κάπου αλλού να τα πάω να μην τα βλέπει ο μαλάκας", είπε ο επιλοχίας.
Μετά από λίγο τελείωσε η σκοπιά μου ενώ τα κουτάβια παρέμεναν στη σκοπιά τους. Τη νύχτα είχα πάλι σκοπιά στην αλλαγή της χρονιάς δώδεκα με τρεις.

Νωρίτερα το βράδυ, ο θάλαμος αντί για παραμονή Πρωτοχρονιάς θύμιζε Μεγάλη Παρασκευή. Ούτε ίχνος αλκοόλ και οι φαντάροι αμίλητοι έτρωγαν φιστίκια. Κάποια στιγμή ο επόπτης πέρασε να κόψει κίνηση. Μία από τις ερωτήσεις του ήταν "με τι τα συνοδεύετε τα φιστίκια;"
No comment.

Στην αλλαγή της σκοπιάς πήγα λίγο νωρίτερα από τις 12, τουλάχιστον να μη βρει και τον άλλο φαντάρο το νέο έτος στη σκοπιά. Όταν ανέλαβα πρόσεξα ότι τα κουτάβια δεν ήταν στη θέση τους. Δεν ξέρω λεπτομέρειες αλλά αργότερα διαπίστωσα ότι τα κουτάβια ήταν μια χαρά και είχαν επιστρέψει κοντά στο θάλαμο.

Όταν άλλαξε ο χρόνος ήταν όμορφα και οφείλω να ομολογήσω ότι παρά την κούραση προτιμούσα που ήμουν εκεί και όχι στο θάλαμο να κοιμάμαι. Οι ΕΠ.ΟΠ. που είχαν υπηρεσία και ήταν στο θάλαμο της πύλης, λίγα μέτρα παραπέρα, έκαναν λες και ήταν στο σπίτι με την οικογένειά τους. Μετρούσαν αντίστροφα, είχαν πάρει να κόψουν βασιλόπιτα και γενικά το διασκέδαζαν. Μόλις άλλαξε ο χρόνος άρχισαν να σκάνε πυροτεχνήματα από το κέντρο της πόλης και ο ουρανός φωτίστηκε για αρκετή ώρα. Μετά οι ΕΠ.ΟΠ. είχαν αρχίσει να κόβουν την πίτα. Σε κάποια στιγμή ένας από αυτούς γύρισε και με φώναξε κι εμένα να πάω να μου δώσουν ένα κομμάτι. Η πρώτη μου σκέψη ήταν "κάνε πλάκα να τους πάρω το φλουρί". Πήγα, μου έδωσαν ένα κομμάτι και αναψυκτικό. Σε λίγο με έπιασαν νευρικά γέλια όταν διαπίστωσα πως όντως το φλουρί ήταν στο δικό μου κομμάτι.
-"Συγγνώμη παιδιά αλλά σας πήρα το φλουρί", τους είπα.
-"Τυχερός είσαι..." έλεγαν αυτοί και "χαλάλι σου".

Το φλουρί το έχω κρατήσει όπως ο Σκρουτζ την τυχερή του δεκάρα. Δεν ήταν ευρώ αλλά ένα ψεύτικο νόμισμα με μια φιγούρα επάνω. Δε νομίζω πως μου φέρνει τύχη αλλά μου θυμίζει εκείνη την ωραία στιγμή μιας Πρωτοχρονιάς διαφορετικής από τις άλλες.


(1) Επόπτης: Καμία σχέση με αυτόν του ποδοσφαίρου. Είναι μια υπηρεσία για τους αξιωματικούς του στρατοπέδου, όπως η σκοπιά για τους φαντάρους. Ο επόπτης είναι ο υπεύθυνος του στρατοπέδου. Κάποιοι επόπτες, όπως αυτός της ιστορίας μας, εξαντλούν την αυστηρότητά τους ενώ άλλοι που βαριούνται δεν καταλαβαίνεις καν ότι βρίσκονται στο στρατόπεδο.
(2) Πρωινή αναφορά: Η πρωινή μάζωξη κατά την οποία μετράνε τους φαντάρους σαν τα πρόβατα για να δουν αν λείπει κανένα. Στο κέντρο που παρουσιάζονται οι φαντάροι εκτός από τις κλασσικές πρωινή και βραδινή αναφορά υπάρχουν επίσης μεσημβρινή αναφορά, απογευματινή αναφορά, αναφορά μετά το χέσιμο, μία για τον Αγ. Βασίλη, μία για το σπίτι μας κλπ.
(3) Εξοδούχος: Ο φαντάρος που δεν έχει υπηρεσία εκείνη την ημέρα και δικαιούται έξοδο. Οι βασικές δραστηριότητες κατά την έξοδο είναι να πας για καφέ με άλλους φαντάρους και να μιλάτε για το στρατό, να φας βρώμικο και να πας σε ίντερνετ καφέ και να λιώσεις παίζοντας παιχνίδια και βλέποντας τσόντες μπροστά στον κόσμο σαν τον ανώμαλο μέχρι να έρθει η ώρα να επιστρέψεις στο στρατόπεδο. Αν μένεις ή έχεις συγγενείς κοντά στην περιοχή που υπηρετείς και ο διοικητής σου δεν είναι μαλάκας μπορεί να παίρνεις και διανυκτέρευση οπότε πηγαίνεις στο σπιτάκι σου για ύπνο και ξυπνάς από τα άγρια χαράματα σαν το μαλάκα για να μπεις στο στρατόπεδο.
(4) ΚΨΜ: Γνωστό ως καψιμί. Είναι το Κέντρο Ψυχαγωγίας Μονάδος και διοργανώνει τα καλύτερα πάρτυ στο στρατόπεδο. Στο ΚΨΜ μπορείς να βρεις σοκολάτες, γαριδάκια, μαστίχες, γλειφιτζούρια κ.ά. Κάποιες φορές μπορεί να φτιάχνουν και καφέ ενώ ορισμένες φορές πουλάνε και προφυλακτικά!!!;;;
(5) Θάλαμος: Το κτίριο όπου κοιμούνται οι φαντάροι.
Αυτό.
Τι θέλετε κι άλλα;
Δεν έχει!
Καλά αφού επιμένετε.
Είναι άθλιο, τα κρεβάτια και τα στρώματα είναι ότι πρέπει αν θέλεις να αποκτήσεις σκολίωση, οι κουβέρτες είναι τόσο βρώμικες που αν περπατήσει κατσαρίδα πάνω τους πεθαίνει και συνήθως ο χώρος λόγω των ενοίκων του βρωμάει. Πολύ!
Εσείς επιμένατε!
(6) Επικαλυπτική σκοπιά: Η σκοπιά που υποτίθεται πως καλύπτει τον σκοπό της κεντρικής πύλης σε περίπτωση που δεχθεί επίθεση. Συχνά οι δύο σκοποί κάθονται και τα λένε αντί να αλληλοκαλύπτονται.
(7) Φυλάκιο σκοπιάς: Το σπιτάκι που βρίσκεται σε κάθε σκοπιά, στο οποίο ο σκοπός δεν επιτρέπεται να μπαίνει γιατί δε θα έχει καλή ορατότητα και όλοι αναρωτιούνται ποιος ο σκοπός που υπάρχει (πέτυχα το σκοπό μου να σας μπερδέψω με τους σκοπούς;).
(8) Έφοδος: Ένα από τα καθήκοντα που έχουν ο επόπτης, ο ΑΥΔΜ και άλλοι είναι να κάνουν "έφοδο" για να δουν αν οι φαντάροι εκτελούν σωστά την υπηρεσία τους. Συγκεκριμένα ο σκοπός πρέπει να αντιληφθεί εγκαίρως ότι κάποιος έρχεται και να σκούξει σαν κοκκόρι "Αλτ τις ει;" το οποίο σε ελεύθερη μετάφραση από την γερμανοκαθαρεύουσα σημαίνει "φωνάζω για να δεις ότι δεν κοιμάμαι ενώ ξέρω πως δεν είσαι οχτρός".

24 Δεκ 2011

Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω;


Πατήστε play πριν αρχίσετε την ανάγνωση... (η διφωνία προς το τέλος του τραγουδιού είναι μαγική)





Είχε μόλις τελειώσει το τραγούδι και το ξαναέβαλα αμέσως. Το άκουγα για πρώτη φορά και είχα μουδιάσει. Πάντα λάτρευα αυτή την αίσθηση που προκαλεί η μουσική. Και ανυπομονώ συνεχώς για την επόμενη φορά που θα την ξανανιώσω με ένα τραγούδι. Όπως το μούδιασμα του έρωτα.

Η πρώτη φορά που το ένιωσα παίζοντας κάτι στην κιθάρα ήταν αρκετή. Πως μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό; Έτσι θέλω να είναι η ζωή μου. Γεμάτη μουσική. Μουσική και όνειρα.

Αλλά πρώτα να σας πω για μια συνάντηση...

Τα τελευταία χρόνια με ταλαιπώρησε αρκετά ένα πρόβλημα με τη μέση μου. Δισκοκήλη είχαν δείξει οι εξετάσεις. Περίπου δυο μήνες πριν άρχισαν να επανεμφανίζονται οι ενοχλήσεις μετά από απουσία μηνών και να χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα. Μέχρι που η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και κατάλαβα ότι θα πρέπει να πάω για χειρουργείο. Επέμβαση ρουτίνας έλεγαν οι γιατροί και ήταν καιρός να απαλλαγώ από αυτό το πρόβλημα και να συνεχίσω τη ζωή μου.

Στην κλινική ήμουν σε ένα δωμάτιο με τρία κρεβάτια. Στο μεσαίο εγώ και στα διπλανά δύο παιδιά με γάζες στο κεφάλι, ο ένας μπροστά, ο άλλος πίσω. Ο πρώτος είχε μέρες στην κλινική, ήταν αρκετά καλά και συζητούσε με τον πατέρα του. Κάποια στιγμή πιάσαμε την κουβέντα. Αρχικά με ρώτησαν για ποιο λόγο είμαι εκεί και τους απάντησα. 
-Εσύ είχες κάποιο ατύχημα;" ρώτησα.
-"Όχι, όγκο", μου απάντησε.
-" Περαστικά... μια χαρά σε βλέπω."

Η συζήτηση συνεχίστηκε. Με τα πολλά αναφέρθηκε ότι ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη μουσική. Ο πατέρας του έδειξε αμέσως ενδιαφέρον γιατί όπως μου είπε ο μικρότερος γιος του παίζει κιθάρα και του αρέσει πολύ. Συγκεκριμένα μου είπε ότι είναι τρίτη λυκείου και το μόνο που λέει ότι του αρέσει είναι η μουσική και μάλιστα πως είναι πολύ καλός. 
-"Αλλά δυστυχώς το ανακαλύψαμε αργά", συμπλήρωσε.
-"Τι εννοείτε;" τον ρώτησα.
-"Ε τώρα δεν προλαβαίνει να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις των ειδικών μαθημάτων", απάντησε.

Ακούγοντας το αυτό ενθουσιάστηκα, γιατί το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί με μένα. Και τώρα είχα την ευκαιρία να γυρίσω πίσω το χρόνο και να συμβουλέψω τους γονείς μου. Σχεδόν είχα δακρύσει όταν του είπα...
-"Να σας πω την ιστορία μου... ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα στη δευτέρα λυκείου. Στην τρίτη σταμάτησα υποτίθεται για να συγκεντρωθώ στις εξετάσεις μου. Την επόμενη χρονιά θα έδινα για δεύτερη φορά εξετάσεις και είχα διαπιστώσει ότι αυτό που θέλω να κάνω είναι να περάσω στη μουσικών σπουδών. Τότε ρωτήσαμε δασκάλους σχετικά με την προετοιμασία και μας είπαν ότι χρειάζονται τουλάχιστον δύο χρόνια προετοιμασίας. Οπότε αποφασίσαμε πως είναι καλύτερα να περάσω σε κάποια άλλη σχολή και μετά να ασχοληθώ μόνος μου με τη μουσική. Το μετάνιωσα πάρα πολύ..."
-"Τι μετάνιωσες;" με ρώτησε.
-"Που δεν αφιέρωσα ένα χρόνο ακόμη για να κάνω αυτό που ονειρευόμουν. Γι΄ αυτό ίσως αξίζει τον κόπο ο γιος σας ακόμη και τώρα να ξεκινήσει."
-"Μα τώρα δεν προλαβαίνει είναι ήδη τρίτη λυκείου", απάντησε με αδιαπραγμάτευτο ύφος.
-"Τα χρόνια περνούν αλλά αυτό που έχει σημασία για να γίνουμε ευτυχισμένοι είναι να κάνουμε τα όνειρά μας πραγματικότητα. Ένα-δυο χρόνια δεν είναι τίποτα."
-"Κοίτα, κι εγώ συμφωνώ ότι πρέπει να κάνουμε αυτό που αγαπάμε επάγγελμα αλλά ακόμη κι αν αφιερώσει το χρόνο που χρειάζεται και τα καταφέρει, μετά πως θα ζήσει από αυτό; Οι καιροί έχουν αλλάξει."

Στη συνέχεια η κουβέντα πήρε για μένα την κάτω βόλτα, καθώς περιείχε κοινότοπα επιχειρήματα περί κρίσης, παραδείγματα μουσικών που έχουν ταλέντο αλλά με το ζόρι τα φέρνουν βόλτα και άλλα παρόμοια. Εγώ για όνειρα συζητούσα. Μάλλον δεν είναι το πρόβλημά του ότι ο γιος του δεν προλαβαίνει, σκέφτηκα. Αυτό που τον ανησυχούσε ήταν να εξασφαλιστεί οικονομικά και στον ελεύθερο του χρόνο ας κάνει ότι θέλει. Πραγματική ευτυχία!
-"Η ζωή κάποιες φορές χρειάζεται θράσος", του είπα. "Έτσι κι αλλιώς για κανένα επάγγελμα δεν μπορείς να είσαι σίγουρος".
Αλλά εκείνος επέμενε.

Μετά από ώρα σκεφτόμουν και πάλι τη συζήτηση και ήθελα να του πω "να έχετε πίστη στα παιδιά σας γιατί μόνο έτσι θα αποκτήσουν πίστη στον εαυτό τους." Αλλά ήταν αργά. Η συζήτηση είχε ήδη τελειώσει. Τι περίμενα; Οι γονείς πιο πολύ φοβούνται παρά ονειρεύονται. Ίσως έχει να κάνει με το ένστικτο να προστατέψουν το παιδί τους. Ο ένας του γιος αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας και πάλι...

Την επόμενη μέρα εγώ ήδη θα έφευγα από την κλινική. Όταν τους χαιρέτησα, του έσφιξα το χέρι και του ευχήθηκα τα παιδιά του να κάνουν όλα τα όνειρά τους πραγματικότητα. Βλέποντας πως δεν μπορούσε να καταλάβει στη χθεσινή συζήτησή μας αυτό που ένιωθα, κατάλαβα πως η μόνη ελπίδα είναι να ακούσει ο μικρός την καρδιά του. Στο παρελθόν είχα κατηγορήσει τους γονείς μου που δεν επέμειναν να ασχοληθώ με τη μουσική ενώ έβλεπαν πως αυτό ήταν που ήθελα. Κακώς! Τα όνειρά σου πρέπει μόνος σου να έχεις τη θέληση να τα κάνεις πραγματικότητα. Ίσως δεν ήμουν αρκετά μεγάλος για να το ξέρω. Πάντως όταν μεγαλώσω, θα γίνω μουσικός.

9 Νοε 2011

Γιαγιά Παρτ IV: Dreamland

Έχω πολύ καιρό να γράψω για τη γιαγιά μου, ένα από τα αγαπημένα μου θέματα και αυτό που έκανε παγκοσμίως γνωστό το blog μου. Έτσι έχω φτάσει σήμερα να έχω επισκέψεις από χώρες όπως η Ιαπωνία, το Ιράν και η Λετονία και να απορώ πως μπορεί να βρέθηκε κάποιος από την Ιαπωνία στο blog μου. Οι κακοπροαίρετοι θα πείτε πως αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη γιαγιά μου και τέτοιες επισκέψεις είναι τυχαίες και μάλλον θα έχετε δίκιο, ΑΛΛΑ δικό μου είναι το blog και αν θέλω να το αποδώσω εκεί δεν μπορεί κανείς να με σταματήσει! Μετά από αυτή την άχρηστη εισαγωγή προχωράω στο θέμα...

Έχω πολύ καιρό λοιπόν να γράψω για τη γιαγιά και κάποιοι μπορεί να αναρωτηθήκατε γιατί. Ο λόγος είναι γιατί η γιαγιά εδώ και καιρό δε βρίσκεται πια μαζί μας. Πολλές φορές σκέφτηκα να γράψω για αυτήν αλλά απέφευγα να το κάνω. Δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία να συνειδητοποιήσω τι συνέβη. Γενικότερα αντιμετωπίζω το θάνατο με άρνηση. Σα να μην έχει συμβεί ποτέ. Και κάποια στιγμή στο άσχετο μπορεί να με πάρουν τα ζουμιά. Επίσης, δεν ήθελα να γράψω κάτι θλιμμένο για τη γιαγιά. Και δε θα το κάνω ούτε τώρα. Τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Έτσι κι αλλιώς η γιαγιά πάντα με έκανε χαρούμενο. Να πω την αλήθεια κι εγώ τώρα το συνειδητοποιώ και μου φαίνεται απίστευτο αλλά δεν έχω ούτε μία άσχημη ανάμνηση από αυτήν. Η μοναδική φορά που στενοχωρήθηκα μαζί της είναι κωμικοτραγική.

Ήμουν παιδάκι, λοιπόν, κάπου στο δημοτικό και η γιαγιά με τον παππού είχαν έρθει να μείνουν μερικές μέρες μαζί μας. Ένα απόγευμα έλειπε η υπόλοιπη οικογένεια και είχαμε μείνει στο σπίτι εγώ και η γιαγιά και τα λέγαμε. Μες στην κουβέντα η γιαγιά μου έκανε μια ερώτηση για κάποιον/α που δε θυμάμαι. Δεν ήταν κάτι κακό απλά μια ερώτηση από περιέργεια. Εγώ με την παιδική μου αφέλεια ήθελα να αστειευτώ με τη γιαγιά που ήταν άνθρωπος με χιούμορ, αλλά σε καμία περίπτωση να την προσβάλω ή να τη στενοχωρήσω. Έτσι της είπα κάτι σε στυλ:
-"Γιατί κουτσομπολεύεις καλέ; Όλο κουτσομπολεύεις."
Η γιαγιά δεν απάντησε και μετά από λίγο πήγε κι έκατσε στο μπαλκόνι μαζί με τα σύνεργα για τα πετσετάκια. Ήταν για αρκετή ώρα έξω και παραξενεύτηκα που δεν ήρθε να κάτσει μαζί μου. Όταν γύρισε η μάνα μου με τον παππού με ρώτησε που είναι η γιαγιά και της είπα ότι είναι αρκετή ώρα στο μπαλκόνι και πλέκει. Πήγαν λοιπόν να δουν τι κάνει. Μετά από λίγο την άκουσα που κλαψούριζε σαν παιδάκι κάτι σε στυλ "με είπε κουτσομπόλα" και ένιωσα πολύ άσχημα. Πρώτος ήρθε μέσα ο παππούς.
-"Τι έπαθε η γιαγιά;" τον ρώτησα.
-"Τι να πάθει, άμα της μιλάς έτσι καλύτερα να φύγουμε", είπε και έφυγε από το δωμάτιο. 
Όταν μπήκε η μάνα μου με βρήκε να κλαίω κι εγώ.
-"Αχ τι έχω πάθει", είπε γελώντας, "έξω κλαίει η γιαγιά, μέσα κλαις εσύ."
-"Δεν θέλω να φύγουν", της είπα ανάμεσα στους λυγμούς. "Δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω τη γιαγιά. Εγώ για αστείο της το είπα."
Μετά σαν καλός διαμεσολαβητής η μάνα μου βγήκε έξω να εξηγήσει στη γιαγιά. Σε λίγο επέστρεψαν μέσα μαζί. Εγώ ακόμη έκλαιγα. Η γιαγιά χαμογελαστή αλλά με κόκκινα μάτια με αγκάλιασε και μου έλεγε:
-"Δεν πειράζει, δε στενοχωρήθηκα."
-"Δε θέλω να φύγετε", συνέχιζα εγώ.
-"Δε θα φύγουμε", έλεγε η γιαγιά.
Στο τέλος βρεθήκαμε αγκαλιά οι δύο κλαμμένοι και οι υπόλοιποι γελούσαν με τα χάλια μας. Έτσι ήταν η γιαγιά. Ευαίσθητη και καλοπροαίρετη σαν παιδάκι.

Για να έρθω στα πιο πρόσφατα γεγονότα, η γιαγιά είχε παιδευτεί πολύ τον τελευταίο καιρό με την υγεία της. Μέχρι που δεν πήγαινε άλλο και έπρεπε να την πάμε στο νοσοκομείο. Θέλαμε να το αποφύγουμε γιατί η γιαγιά δεν τα μπορούσε όλα αυτά. Μια μέρα είχα πάει με τη μάνα μου να τη δω στο νοσοκομείο. Όταν την πλησίασα της είπε ο θείος μου ότι ήρθε ο Μάριος να σε δει, γιατί η όραση της γιαγιάς ήταν πλέον πολύ ασθενής. 
-"Ο φύλακας-άγγελός μου", έλεγε η γιαγιά κι εγώ της έπιανα το χέρι.
Είναι συγχρόνως συγκινητικό αλλά και αστείο αν το σκεφτείς που πίστευε κάτι τέτοιο γιατί η γιαγιά σπανίως μου ζητούσε κάτι, λες και θα με κούραζε. Μόνο να της βάζω νερό και να ξέρει ότι είμαι στο διπλανό δωμάτιο για να νιώθει ασφάλεια. Κατά τ' άλλα ήταν αυτάρκης μέχρι αηδίας.

Θυμάμαι μια μέρα, είχα πάρει ένα σκαμπό για να κάτσω κοντά στην πρίζα του τηλεφώνου που βρίσκεται στο διάδρομο του σπιτιού. Αφού τελείωσα πήγα στο δωμάτιό μου. Σε κάποια στιγμή άκουσα τη γιαγιά και θυμήθηκα ότι έχω αφήσει το σκαμπό στη μέση του διαδρόμου και δε θα μπορεί να περάσει. Σηκώθηκα κατευθείαν να το πάρω για να δω ότι η γιαγιά είχε φτάσει με το πι ακριβώς μπροστά στο σκαμπό. 
-"Βρε γιαγιά γιατί δε μου λες να πάρω το σκαμπό;" της είπα.
-"Δεν ήξερα ότι είσαι στο δωμάτιο."
-"Καλά, είναι δυνατόν να φύγω και να αφήσω το σκαμπό μες στη μέση. Πως θα περνούσες;"
-"Ε θα περνούσα εγώ. Θα έβαζα το πι από πάνω", είπε η γιαγιά λες και ήταν η Κομανέτσι, ενώ με το ζόρι περπατούσε.
-"Βρε πουλάκι μου, σου έχω πει ότι χρειαστείς να μου το ζητάς. Εγώ γι' αυτό είμαι εδώ."
Αλλά τι να καταλάβει η γιαγιά. Αυτή είχε στο μυαλό της να μην ενοχλήσω το παιδί. Οι δικές της ανάγκες περιττεύουν. Θα τα φέρει βόλτα αυτή.

Κάποιες φορές η γιαγιά μας έλεγε τα όνειρα που είδε. Δύο πράγματα κυριαρχούσαν στα όνειρά της, δύο καημοί. Πρώτον, ότι έκανε δουλειές. Μαγείρευε και έλεγε μετά στη μάνα μου αναλυτικά τη συνταγή που είχε φτιάξει στον ύπνο της, έπλενε και διάφορα συναφή. Δεύτερον, ο μακαρίτης ο παππούς μου. Συχνά την επισκεπτόταν στα όνειρά της. Της έλειπε όσο κι αν την είχε ταλαιπωρήσει.

Τέτοια όνειρα έβλεπε η γιαγιά κοντά μας. Αν είναι κοντά στην οικογένειά της μπορεί να ονειρεύεται. Στο νοσοκομείο τι όνειρα να δει; Ακούς συνέχεια να λένε ότι η υγεία είναι ότι σημαντικότερο. "Υγεία πάνω απ' όλα! Υγεία να έχεις και όλα τα άλλα τα βρίσκεις."

Εγώ πάλι, παρότι είχα και έχω κάποια προβλήματα υγείας, πιστεύω πως η υγεία είναι στα όνειρα. Ίσως να το πίστευε και η γιαγιά.
Όνειρα πάνω απ' όλα!

To be continued!

8 Νοε 2011

Ένας χαμένος φίλος

Μου έχουν χαραχτεί στη μνήμη αρκετές στιγμές που περάσαμε μαζί με το φίλο μου το Λουκά. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι ήταν αυτό που μας έκανε να γίνουμε φίλοι. Νομίζω πως με όλους τους ξεχωριστούς φίλους μου, δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που να μας έφερε κοντά. Κάποιο κοινό ενδιαφέρον, μια κοινή δραστηριότητα... τίποτα τέτοιο. Απλά έτυχε να βρεθούμε στον ίδιο χώρο, στην ίδια παρέα, στο ίδιο σχολείο ή όπου ήταν αυτό και διακρίναμε ο ένας στον άλλο τη φιλία. Τη φιλία τη διακρίνεις. Ξέρεις ποιος είναι ή μπορεί να γίνει φίλος σου μόνο κοιτώντας τον.

Προχθές το βράδυ ο Λουκάς κοίταξε στον καθρέφτη. Στον καθρέφτη δε διακρίνεις ποτέ φιλία. Μόνο έναν άγνωστο. Κι αυτός ο άγνωστος με ταλαιπωρημένο βλέμμα, χέρια που έτρεμαν από την υπερένταση και σταγόνες ιδρώτα να κυλούν στο μέτωπο σημάδευε τον εαυτό του στο κεφάλι με ένα περίστροφο. Ήταν Ιούλιος. Πάντα πίστευα ότι ο Ιούλιος είναι μήνας αλλαγών. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Αλλά πιο αφόρητα ήταν όσα ένιωθε μέσα του.

Θυμάμαι με χαρά και θλίψη συγχρόνως μια μέρα που είχε πιει. Πιτσιρικάδες τότε, είχαμε βγει να ξενυχτήσουμε. Ο Λουκάς που δεν έπινε ποτέ, είχε πιει αρκετά εκείνο το βράδυ για τα κυβικά του. Φαινόταν άλλος άνθρωπος. Στο κόκκινο από το ποτό πρόσωπό του υπήρχε ζωγραφισμένο ένα πελώριο χαμόγελο και η διάθεση να υπακούσει πρόθυμα σε κάθε παρόρμηση που γεννούσε το μυαλό του. Μου έλεγε να μιλήσουμε σε κοπέλες, να τις κεράσουμε, να χορέψουμε μαζί τους. Όταν είδε πως δίσταζα να τον ακολουθήσω βρήκε το θάρρος να το κάνει μόνος του. Ήταν απίστευτο να τον βλέπω έτσι. Πήγαινε και μιλούσε σε διάφορες, τις κερνούσε, χόρευε μαζί τους.

Κάποια στιγμή που με πλησίασε τον ειρωνεύτηκα πως έχει πιει πολύ και θα γίνει ρεζίλι. Ξέρετε, απ' αυτές τις "φιλικές" ειρωνείες που είναι δήθεν για το καλό του άλλου. Το αποτέλεσμα ήταν να ντραπεί και να μαζευτεί. Δε μου άρεσε αυτό. Ήξερα ότι πάντα τον επηρέαζαν αυτά που του έλεγα. Έτσι είναι οι φίλοι. Επηρεάζονται και μιμούνται ο ένας τον άλλο. Αλλά δεν ήθελα να αντιδράσει έτσι. Κι ας μου προκαλούσε αμηχανία. Κι ας ήταν λίγο άχαρος ο χορός του. Ήταν αγνός, ενθουσιώδης και σίγουρα πιο γοητευτικός από εμένα που απλά καθόμουν και έπινα.

Τώρα που το σκέφτομαι απλά φοβόμουν βλέποντας τον να συμπεριφέρεται έτσι, γιατί είχα απέναντι μου κάτι διαφορετικό. Αυτός φυσικά ήταν ο ίδιος καλόκαρδος άνθρωπος, δεν έκανε τίποτα που θα έπρεπε να με φοβίσει. Αλλά εγώ είχα απέναντί μου τις δικές μου ανασφάλειες. Κι αυτές σιγά σιγά γίνονταν και δικές του. Όπως οι γονείς απαγορεύουν ή αποτρέπουν τα παιδιά τους απ' το να κάνουν πράξη τα θέλω τους γιατί απλά εκείνοι φοβούνται.
Δύσκολη η αγάπη.
Δύσκολο να την προσφέρεις όπως θα έπρεπε να είναι.

Ένας αμήχανος έφηβος ήταν ο Λουκάς και έτσι παρέμεινε παρότι είχε πιάσει τα τριάντα. Αν δεν εκπληρώσεις τα θέλω σου στην αντίστοιχη ηλικία αυτά παραμένουν μέσα σου και εσύ διατηρείς τη συμπεριφορά μιας άλλης ηλικίας. Αν δεν παίξεις σαν παιδί, αν δεν ερωτευτείς σαν έφηβος παραμένεις ένα παιδί σε σώμα εφήβου ή ένας έφηβος σε σώμα ενηλίκου. Μέχρι να εκτονώσεις τα θέλω σου ή να τα απαρνηθείς και να τα θυσιάσεις στο όνομα της σκληρής ωριμότητας που επιβάλει η ηλικία σου. 

Την ώρα που ο Λουκάς κοιτούσε στον καθρέφτη περνούσαν από το μυαλό του διάφοροι λόγοι που δικαίωναν αυτό που αντίκριζε. Λάθος επιλογές, άσχημες στιγμές, άδικα συναισθήματα. Τι άλλο μένει αν όχι αυτό;
Αν δε δικαιώνεται η φιλία ψάχνεις άλλες λύσεις. Στο σχολείο συχνά τον κορόιδευαν και τον ειρωνεύονταν. Τα παιδιά είναι σκληρά. Και οι υποτιθέμενοι φίλοι έχουν τις δικές τους έγνοιες και ανασφάλειες. Πολλές φορές με είχε ψάξει να βγούμε, να τα πούμε κι εγώ δεν τον συνάντησα γιατί είχα κάτι άλλο να κάνω. Πολλές φορές βρεθήκαμε αλλά δεν τον βοήθησα να ανοίξει την καρδιά του. Πολλές φορές δεν ήμουν ο φίλος που χρειαζόταν. Τι άλλο μένει;
Αν δε δικαιώνεται ο έρωτας ψάχνεις άλλες λύσεις. Και πως να δικαιωθεί ο έρωτας στα μάτια ενός αμήχανου εφήβου; Όσο πιο πολύ θέλεις κάτι τόσο περισσότερο φοβάσαι πως δε θα το αποκτήσεις. Κι όταν φοβάσαι δεν μπορείς να πετύχεις και πολλά. Πως να γοητεύσεις μια όμορφη κοπέλα που τόσοι ποθούν; Η ζωή θέλει θράσος. Αν δεν το έχεις τι άλλο μένει;

Απογοητευμένος από όλα αυτά ο Λουκάς αποφάσισε να στραφεί στο κυνήγι του χρήματος. "Το χρήμα φέρνει ευτυχία. Όποιος νομίζει το αντίθετο κοροϊδεύει τον εαυτό του." Έτσι μου είχε πει μια μέρα κι εγώ ήταν σα να αντίκριζα κάποιον άλλο άνθρωπο. Κάναμε μήνες να βρεθούμε.

Πιστεύω πως οι έξυπνοι άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν με το χρήμα. Φυσικά αυτό με συμφέρει να πω γιατί δεν έχω πολλά λεφτά. Αλλά ούτε και αξιοποιώ τις ευκαιρίες που μου δίνονται όπως θα έκαναν άλλοι. Να σκεφτώ την επαγγελματική μου καριέρα, να έχω συμπεριφορά αρεστή στο αφεντικό για να κερδίσω μια καλοπληρωμένη θέση, να αναρριχηθώ στην ιεραρχία. Αν είσαι έξυπνος, αργά ή γρήγορα καταλαβαίνεις πόσο μάταιο είναι κάτι τέτοιο. Οι αφελείς τα καταφέρνουν καλύτερα. Αυτοί που επαναλαμβάνουν κάθε μέρα τις ίδιες πράξεις, που δε σταματούν για να σκεφθούν, που δεν αμφιβάλουν για όσα κάνουν.

Ο Λουκάς ήταν σα να ξύπνησε από βαθύ ύπνο. Πάντα τον θεωρούσα έξυπνο. Δεν του πήρε πολύ για να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι φτιαγμένος για κάτι τέτοιο. Αλλά ο Λουκάς δεν ξέρει να κατηγορεί κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό του. Και πάντα επηρεαζόταν από όσα του συνέβαιναν. Αν δεν μπορεί να βγάλει πολλά λεφτά δε θα σκεφτεί πως κάτι τέτοιο είναι ανόητο και μάταιο αλλά ότι ο ίδιος του είναι αδύναμος. Αν δεν μπορεί να γοητεύσει μια περιποιημένη γκομενίτσα σε ένα μπαρ δε θα σκεφτεί πως μια τέτοια κατάσταση είναι πολύ στημένη και δεν του ταιριάζει αλλά ότι δεν είναι αρκετά όμορφος ή ότι δεν έχει λέγειν. Αν κάποιος τον ειρωνευτεί δε θα σκεφτεί πως είναι μαλάκας αλλά ότι έχει δίκιο να τον ειρωνεύεται. Και όλες αυτές οι σκέψεις μαζεύονταν σαν ένα αβάσταχτο φορτίο που τον πλάκωνε. Τίποτα απ' όσα ήθελε δεν μπορούσε να το κάνει πραγματικότητα. Τι άλλο μένει παρά να το πάρεις απόφαση και να προσαρμοστείς. Μα ο Λουκάς δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση.

Άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε ένα περίστροφο. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη για να αντικρίζει το είδωλο που τόσο τον είχε απογοητεύσει. Είδε το ταλαιπωρημένο βλέμμα, τα χέρια που έτρεμαν, σταγόνες ιδρώτα να κυλούν και το περίστροφο να σημαδεύει τον κρόταφο. Μα το πρόσωπο που αντίκριζε δεν του έμοιαζε.

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Σε έπιανε ζαλάδα. Κύμα καύσωνα έλεγαν τα δελτία ειδήσεων. Ο Λουκάς ήταν άυπνος και συγχυσμένος. Νόμιζε πως τα μάτια του του έκαναν παιχνίδια. Δεν μπορεί να ήταν ο εαυτός του αυτός που αντίκριζε. Έτριψε τα μάτια του και κοίταξε καλύτερα. Μέχρι που ήταν βέβαιος. Το πρόσωπο που αντίκριζε δεν ήταν άγνωστο. Αυτός που σημάδευε τον εαυτό του στον καθρέφτη ήμουν εγώ.
Κατέβασε το περίστροφο και το άφησε στο τραπέζι.
Ποτέ δε θα έκανε κακό στον φίλο του.

6 Νοε 2011

Φοβού τους bloggers και γνώμη φέροντες



Έχω καιρό να γράψω στο blog μου και αυτό με στενοχωρεί. Πιστεύω πως γράφω για να μοιραστώ τις σκέψεις μου με άλλους ανθρώπους ώστε αν αξίζουν κάτι αυτές οι σκέψεις και έχουν σημασία για κάποιους να μην πάνε χαμένες. Επίσης, ο κύριος λόγος που γράφω είναι για να εκτονώσω τις σκέψεις μου και ελεύθερος πλέον από αυτές να συνεχίσω. Έχει μεγάλη δύναμη η εξομολόγηση και καλύτερα όταν το κάνεις να έχεις κάποιον απέναντί σου που να θέλει να σε ακούσει.

Πολλά έχουν συμβεί τον τελευταίο καιρό και για τίποτα από αυτά δεν έχω γράψει. Αλλά περιμένω και ξέρω πως θα ρθει η στιγμή. Πρέπει να ξέρεις να περιμένεις κάποιες φορές. Και να που η στιγμή ήρθε.

Τις τελευταίες μέρες του Ιουνίου έντονα και περίεργα συναισθήματα με είχαν κατακλύσει. Ήμουν αρκετά καταβεβλημένος από το περιβάλλον της δουλειάς μου και την καθημερινότητα (βλέπε Το εργοστάσιο κι εγώ) και συγχρόνως από τη σκέψη να σταματήσω τη δουλειά σε καιρούς κρίσης. Δε βλέπεις τι γίνεται; Ανεργία, φτώχεια, φόροι, περικοπές. Κάνε υπομονή!
Αλλά δε μπορούσα πλέον να ζω με το φόβο. Να ανέχομαι, να συμβιβάζομαι, να αδιαφορώ. Αυτή η ζωή κόντευε να με καταπιεί. Δε μπορούσα να κάθομαι και να περιμένω για καλύτερες μέρες μέχρι να χάσω το χρόνο και το σθένος μου. Για το καλύτερο πρέπει να αγωνίζεσαι κι εγώ ένιωθα πως ήμουν μακρυά από το δρόμο για το καλύτερο. Χρειαζόμουν μια αλλαγή.

Έτσι αποφάσισα να σταματήσω τη δουλειά και να φύγω με την ΧΧΧΧ (λογοκρισία) κι όπου μας βγάλει. Κανείς δε χάνεται αν δε θέλει να χαθεί. Κι όσο για την κρίση τα κανάλια, οι πολιτικοί και οι εταιρείες μπορούν να πάρουν την τρομοκρατία τους και να τη βάλουν εκεί που ξέρουν. Θα κάνω τα πάντα για να είμαι περήφανος για τις επιλογές μου.

Έτσι, μετά από συζητήσεις επί συζητήσεων με τους δικούς μου οι οποίοι εν τέλει με υποστήριζαν αλλά με ένα κόμπο στο λαιμό, ήμουν αποφασισμένος να ανακοινώσω στα αφεντικά μου ότι παραιτούμαι και να φύγω με το κεφάλι ψηλά. Η αλήθεια είναι πως παρότι είχα καταλήξει πως θα το κάνω άμεσα, δίσταζα και είχαν περάσει μερικές μέρες από τη στιγμή που είχα πάρει την απόφασή μου. Τελικά αποφάσισα πως θα τους το πω στο τέλος της βδομάδας. Όταν έφτασε το Σάββατο περίμενα να μου δοθεί η ευκαιρία να μιλήσω ιδιαιτέρως στον έναν από τα δύο αφεντικά.

Τελικά, κάποια στιγμή με φώναξε ο άλλος και μου ανακοίνωσε:
-"Το λοιπόν. Η συνεργασία μας ολοκληρώθηκε. Να περάσεις τη Δευτέρα από το λογιστήριο για να σε τακτοποιήσουν."
Φαινόταν εκνευρισμένος και ανήσυχος. Η απάντησή μου ήταν απλά:
-"Ok".
Πήγα στο γραφείο μου για να κλείσω τον υπολογιστή. Το αφεντικό με ακολούθησε για να δει τι κάνω.
-"Έτσι μπράβο, κλείσε τον υπολογιστή...", είπε και περίμενε να βγω από το γραφείο.
Προφανώς δεν μου είχε καμία εμπιστοσύνη και φοβόταν τι μπορεί να έκανα. Να σβήσω αρχεία ή οτιδήποτε άλλο.
Η γραμματέας που είχε δει το όλο σκηνικό με κοιτούσε μουδιασμένη. Ποτέ δεν ένιωσα πως ήταν πραγματικά φιλική απέναντί μου και από την αρχή είχα να αντιμετωπίσω έντονο ανταγωνισμό από την πλευρά της χωρίς να έχω ποτέ σκοπό να της φάω τη θέση ή να την υποσκελίσω.
-"Δε θα τον ρωτήσεις για ποιο λόγο;", με ρώτησε.
-"Τι να τον ρωτήσω έτσι όπως μου το είπε", της απάντησα. 

Τη χαιρέτησα και έφυγα. Είχα αιφνιδιαστεί και τα συναισθήματά μου δεν ήταν αυτά που ήθελα να έχω όταν θα έφευγα από τη δουλειά. Από τη μία μου κακοφάνηκε που δεν είχα την ηθική ικανοποίηση να παραιτηθώ αλλά για να είμαι ειλικρινής η απόλυση με βόλευε οικονομικά. Ένιωθα κάποια ανακούφιση και συγχρόνως έντονη περιέργεια για το λόγο για τον οποίο με απέλυσαν. Τον τελευταίο καιρό έχοντας όλες αυτές τις σκέψεις περί παραίτησης να τριγυρίζουν στο μυαλό μου δεν ήμουν και πολύ παραγωγικός. Πολλές φορές ήταν σα να περιφέρομαι άσκοπα εκεί μέσα. Λες να ήταν αυτός ο λόγος; Λες να αποφάσισαν μια τέτοια περικοπή για λόγους οικονομίας; Λες να είχε δίκιο η κουτσομπόλα καθαρίστρια που έλεγε ότι η θέση στο γραφείο είναι μόνο για έναν;
Αλλά εγώ άλλα είχα καταλάβει. Ούτε οικονομικό πρόβλημα είχαν, ούτε ανάγκη για περικοπές και το να έχουν δύο άτομα στο γραφείο βόλευε από πολλές απόψεις. Δε μας έδιναν σάμπως και τίποτα σπουδαίους μισθούς. Ο λόγος ήταν άλλος. Κι ας ακουστούν χίλια δύο άσχετα κουτσομπολιά από τους εργάτες του εργοστασίου που ανησυχούν για τη δουλίτσα τους. Η αλήθεια είναι άλλη.

Όπως αργότερα διαπίστωσα, τα αφεντικά είχαν δει την παραπάνω ανάρτηση και μάλλον δεν τους άρεσε και πολύ. Κάποιες μέρες μετά έμαθα ότι επικοινώνησαν με την επιχείρηση που φιλοξενούσε την ιστοσελίδα της εταιρείας, την οποία είχα φτιάξει εξ ολοκλήρου εγώ, για να ζητήσουν τον κωδικό της σελίδας. Προφανώς δε μου είχαν καμία εμπιστοσύνη και φοβόντουσαν πως θα μπορούσα να πειράξω την ιστοσελίδα, ίσως ακόμη και να την σβήσω.

Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να κάνω κάτι εκδικητικό. Θεωρώ πως οι άνθρωποι βρίσκουν ότι τους αξίζει στη ζωή. Ίσως κάνω λάθος. Ίσως και όχι.
Θα μου πεις ότι υπάρχουν τόσοι κακόψυχοι που έχουν πολλά λεφτά και ζουν πλουσιοπάροχα. 
Αλλά τα λεφτά είναι η ευτυχία που αποζητούμε;
Εγώ νομίζω πως όχι. Γι' αυτό και έφυγα για να την ψάξω κάπου αλλού.

Σας αφήνω με μερικές σχετικές εικόνες.

6 Ιουλ 2011

Μια στάση παραπέρα

Κυριακή απόγευμα και η κυρία Κυριακή είχε πάρει το αστικό για να μεταβεί από το κέντρο στην περιοχή όπου μένει. Είχε πάει σε ένα μνημόσυνο. Η κυρία Κυριακή είχε προσέξει ότι τον τελευταίο καιρό οι κηδείες και τα μνημόσυνα γνωστών και συγγενών όλο και πλήθαιναν. Κάθε φορά που τύχαινε κάτι τέτοιο επέστρεφε στο σπίτι σκεπτική. Σκεπτική όχι για το σύνηθες πως πέρασαν τα χρόνια και ότι θα έρθει μια στιγμή που θα φύγει κι αυτή απ' τον κόσμο. Αυτό που την προβλημάτιζε ήταν τα παιδιά της. "Πως θα ζήσουν τα παιδιά σε έναν τέτοιο κόσμο;"

Ήταν τέλη Μαΐου. Μία από τις πρώτες καλοκαιρινές μέρες που ήρθε να επισφραγίσει μια καλοκαιρινή μπόρα. Τις μέρες εκείνες, οι πλατείες είχαν γεμίσει κόσμο. Κόσμος απογοητευμένος αλλά παράλληλα γεμάτος όνειρα και ελπίδες.
"Μακάρι να πετύχουν κάτι καλό αυτά τα παιδιά", σκεφτόταν η κυρία Κυριακή. Και αναρωτιόταν...
"Πως να ξύπνησε τόση ελπίδα μες σ' αυτό το κλίμα απελπισίας."
Ακουγόταν πως οι Ισπανοί φώναζαν κάντε ησυχία να μη ξυπνήσουμε τους Έλληνες. Πως να μην αντιδράσεις σε κάτι τέτοιο. Αλλά η κυρία Κυριακή πίστευε πως ήταν κάτι άλλο που έβγαλε τον κόσμο στις πλατείες.

Η μπόρα συνεχίστηκε για αρκετά λεπτά και με μεγάλη ένταση. Σε μια στάση κάνοντας ένα σάλτο μέσα από τα νερά, που είχαν σχηματίσει λιμνούλα στο σημείο που ήταν η είσοδος του αστικού, ανέβηκε ένας νεαρός. Παρότι το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο, ο νεαρός δεν κάθισε αλλά στάθηκε όρθιος απέναντι από τη θέση της κυρίας Κυριακής κρατώντας ένα στύλο για να στηρίζεται. Με μια ματιά η κυρία Κυριακή διαπίστωσε ότι τα ρούχα του νεαρού ήταν μούσκεμα από τη βροχή. Δε θα 'λεγες βέβαια πως έκανε κρύο. Αντίθετα, η βροχή είχε δροσίσει αυτή την αρκετά ζεστή μέρα. Ο νεαρός ήταν αδύνατος και ελαφρώς καμπούριαζε, αξύριστος, φορούσε γυαλιά μυωπίας, σκούρο μπλε τζιν και ανοιχτόχρωμο πουκάμισο.
"Μοιάζει με αυτά τα παιδιά στις πλατείες", σκέφτηκε η κυρία Κυριακή.

Χωρίς δεύτερη σκέψη άνοιξε την τσάντα της, έψαξε και μετά έτεινε το χέρι της προς το νεαρό προσφέροντάς του δύο χαρτομάντιλα, όπως τα είχε τραβήξει βιαστικά από το πακέτο της. Αυτός προσπαθούσε να ηρεμήσει από το τρέξιμο στη βροχή. Βλέποντας το χέρι της γύρισε και την κοίταξε για μια στιγμή με αμηχανία.
"Πάρε για να σκουπιστείς", του είπε αυτή.
Της χαμογέλασε εγκάρδια, την ευχαρίστησε και πήρε τα χαρτομάντιλα για να σκουπίσει τη βροχή από το πρόσωπό του, το σβέρκο του και τα γυαλιά του. Η κυρία Κυριακή χαμογέλασε στοργικά.

Μπροστά στο λεωφορείο ήταν ένα νεαρό ζευγάρι. Είχαν καθίσει μαζί σε αυτά τα μονά καθίσματα που υπάρχουν πίσω από τον οδηγό, προφανώς για να είναι κοντά ο ένας στον άλλο αφού υπήρχαν κι άλλες θέσεις. Μιλούσαν, κοιταζόντουσαν στα μάτια, φιλιόντουσαν τρυφερά. Φαίνονταν πολύ αγαπημένοι.
Αυτός αξύριστος με γυαλιά μυωπίας και μαύρα ρούχα. Η κοπέλα φορούσε επίσης γυαλιά, ένα όμορφο ριγέ λινό παντελόνι και μπλουζάκι και είχε σκουλαρίκι στη μύτη και στα χείλη.
"Σαν τα παιδιά στις πλατείες", σκέφτηκε και πάλι η κυρία Κυριακή.

Σε μια στάση, ο βρεγμένος νεαρός κατέβηκε αφού χαιρέτησε χαμογελαστός την κυρία Κυριακή. Αυτή ψιθύρισε μια ευχή όπως αυτός κατέβαινε.

Οι πόρτες έκλεισαν ενώ η φωνή στο ηχείο ανακοίνωσε την επόμενη στάση. Η προσοχή της κυρίας Κυριακής στράφηκε προς το ζευγάρι. Το λεωφορείο δεν είχε ξεκινήσει ακόμη καθώς ο οδηγός περίμενε το κόκκινο φανάρι. Η κοπέλα ακούγοντας την ανακοίνωση της επόμενης στάσης πίεσε επανειλημμένα το κουμπί stop για να σιγουρευτεί. Η κυρία Κυριακή πρόσεξε εκείνη τη στιγμή στον καθρέπτη πως το βλέμμα του οδηγού στράφηκε στο ζευγάρι. Το λεωφορείο ξεκίνησε και πάλι. Πλησίαζε στη γειτονιά της κυρίας Κυριακής.

Στο δρόμο συναντούσες αρκετά παλιά και απεριποίητα σπίτια. Εκτός από τις άσχημες πολυκατοικίες υπήρχαν και κάποιες παλιές μονοκατοικίες οι οποίες έκρυβαν μια ομορφιά και αίγλη που τώρα είχαν χαθεί κάτω από τη σκόνη, τους ξεβαμμένους τοίχους και τις ανακοινώσεις των δελτίων ειδήσεων. Η κυρία Κυριακή σκεφτόταν πως είχε περάσει και δύσκολες και όμορφες περιόδους στη ζωή της. Μα αυτό που την έτρωγε ήταν τι άραγε θα έρθει τώρα.

Τα παιδιά είχαν σηκωθεί όρθιοι περιμένοντας τη στάση. Η κυρία Κυριακή που είχε μάθει τόσα χρόνια τις στάσεις κατάλαβε πως το λεωφορείο δε σταμάτησε. Μετά από λίγο το κατάλαβε και η κοπέλα καθώς είπε στον οδηγό:
-"Μήπως περάσαμε τη στάση; Είχα πατήσει το κουμπί."
-"Ε πότε πάτησες το κουμπί;", ρώτησε με ύφος ο οδηγός.
-"Το είχα πατήσει όταν ακούστηκε η ανακοίνωση."
-"Το κουμπί να το πατάτε όταν έχει ξεκινήσει το λεωφορείο, όχι αμέσως μόλις κλείσουν οι πόρτες", φώναξε ο οδηγός αγριεμένος.
-"Δεν μπορείτε να μας αφήσετε κάπου εδώ να κατεβούμε;", είπε ο νεαρός στον οδηγό.
Ο δρόμος ήταν ήσυχος και δεν υπήρχαν αυτοκίνητα.
-"Σε λίγο έχει άλλη στάση", απάντησε ο οδηγός.

Τα παιδιά δεν είπαν κάτι άλλο και περίμεναν τη στάση. Όταν άνοιξαν οι πόρτες κατέβηκαν και άρχισαν να περπατούν προς τα πίσω πιασμένοι χέρι-χέρι.
"Νέοι είναι", σκέφτηκε η κυρία Κυριακή.
"Τι τους νοιάζει που θα κατέβουν. Το θέμα είναι να πάνε εκεί που θέλουν.
Σαν αυτά τα παιδιά στις πλατείες."

30 Ιουν 2011

Τη χρήση χημικών καταγγέλλει και η Πανελλήνια Ιατρική Εταιρία


Από alterthess


Σε ανακοίνωσή της τονίζεται ότι «η Εταιρεία μας από το 2007 είχε αποστείλει στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξης επιστολή διαμαρτυρίας για την από τότε εντατικοποίηση χρήσης χημικών σε διαδηλώσεις και τις επιπτώσεις τους στην υγεία, όχι μόνο των διαδηλωτών (οι αστυνομικοί προστατεύονται με μάσκα) αλλά και των περιοίκων.
Μετά την συνεχιζόμενη και διευρυνόμενη χρήση των συγκεκριμένων χημικών αδιακρίτως και με επιτεινόμενη ένταση επανερχόμεθα προς κάθε υπεύθυνο.
Είναι γνωστό ότι τα χρησιμοποιούμενα δακρυγόνα περιέχουν την ουσία CS (ορθοχλωροβενζινομαλονονιτρίλη) η οποία προξενεί σοβαρά προβλήματα στην όραση, το αναπνευστικό, αποβολές και καρκινογενέσεις. Γιαυτούς τους λόγους κατατάσσεται στα χημικά όπλα και η χρήση της απαγορεύεται σε καιρό πολέμου.
Είναι παράλογο μια ουσία που είναι απαγορευμένη κατά εχθρών να χρησιμοποιείται ευρύτατα κατά των πολιτών της δικής μας χώρας.
Ζητάμε από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη το άμεσο σταμάτημα της χρήσης χημικών κατά των κατοίκων της Αθήνας και την υιοθέτησης άλλων μεθόδων που δε θα απειλούν την υγεία για την επιβολή της δημόσιας τάξης».

26 Ιουν 2011

Το εργοστάσιο κι εγώ - Μια ιστορία αγάπης και μίσους

Αγαπώ τον Καρυωτάκη αλλά τη ζωή μου θα τη φτιάξω όπως τη θέλω εγώ.
Θα τον αλλάξουμε το γαμώκοσμο!

Ξεκίνησα τη δουλειά σε μια δύσκολη φάση για τα οικονομικά μου, η οποία και παραμένει, οπότε αν μείνω χωρίς δουλειά την έχω φουτσίσει. Όταν βρίσκεσαι σε μια τέτοια κατάσταση μπαίνεις στη διαδικασία να ανέχεσαι πολλά πράγματα προκειμένου να δουλέψεις.
Όταν, όμως, οι αρχές σου είναι υπεράνω χρημάτων, έτσι και οι επιλογές σου πρέπει να γίνονται μ' αυτή τη λογική. Αλλιώς οι αρχές σου γίνονται αρχίδια και τα αρχίδια ορίζουν τη ζωή σου, η ζωή σου γίνεται ένα συνεχές κυνήγι χρήματος και καθώς τρέχεις πέφτεις στο βόθρο της μιζέριας, οι αναθυμιάσεις της ρουτίνας σε ζαλίζουν, κάπου στο βάθος του μυαλού σου θυμάσαι ότι άλλα ήθελες, μπερδεύεται το σύστημα και έχε γεια καημένε κόσμε.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Οι καλύτεροι άνθρωποι που γνώρισα στο εργοστάσιο δεν είναι φυσικά τα αφεντικά μου αλλά ούτε βρίσκονται μεταξύ των αλλοτριωμένων υπαλλήλων/εργατών που έχουν τη λογική το εργοστάσιο να είναι καλά για να έχουμε δουλειά. Και δώσ' του κλέψιμο από τους φτωχομπινέδες μεροκαματιάρηδες αγρότες μην τυχόν και χάσει κάνα ευρώ το αφεντικό, που στις καλοκαιρινές διακοπές του τρώει για καύσιμα στο σκάφος του όσα εκείνοι βγάζουν με κάποιους μήνες δουλειάς.

Οι καλύτεροι άνθρωποι που γνώρισα εκεί είναι κάποιοι καλόκαρδοι αγρότες όπως τρία αδέρφια που φέρνουν ροδάκινα εδώ και πολλά χρόνια στο εργοστάσιο, όπως μου είπαν. Μη φανταστείτε τίποτα νεαρούς, μεγάλοι άνθρωποι με οικογένεια, παιδιά, εγγόνια κλπ. Αλλά με καρδιά νέου. Ο ένας από αυτούς πάντα χαμογελαστός και πλακατζής μέχρι αηδίας. Οι άλλοι εκ πρώτης όψεως σοβαροί, μεγαλόσωμοι και βλοσυροί αλλά μόλις τους έλεγες μια καλημέρα σκάγανε ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά. Και οι τρεις απλοί καλόκαρδοι άνθρωποι που φαίνονται να ξεχωρίζουν τι είναι πραγματικά σημαντικό στη ζωή και δουλεύουν σκληρά για να φροντίσουν αυτούς που αγαπούν. Η γιαγιά μου έλεγε άνθρωπο που χαμογελάει μην τον φοβάσαι. Όποτε τους έβλεπα μου έφτιαχνε η διάθεση.

Μια μέρα ο πρώτος που ανέφερα ήρθε να ζητήσει λεφτά προκαταβολικά. Όπως είπα, έχει χρόνια που συνεργάζονται και υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνη το αφεντικό ότι ο παραγωγός δε θα πάει σε άλλον έμπορο και θα έχει καλά φρούτα και εμπιστοσύνη ο αγρότης ότι θα πληρωθεί στην ώρα του με κάποιες περικοπές στα κιλά που παρέδωσε.
Όταν ήρθε για προκαταβολή ήταν ακόμη χειμώνας και θα περνούσαν μήνες μέχρι να βγει η παραγωγή του και να 'χουν τα αφεντικά να κερδίσουν κάτι από αυτόν.Από τη στιγμή που μπήκε μου φάνηκε κάπως μουδιασμένος. Προφανώς δεν ένιωθε άνετα να ζητάει προκαταβολή τόσο νωρίς, παρότι είναι βέβαιο πως θα την υπερκάλυπτε με την παραγωγή του.
Το αφεντικό τον άφησε να περιμένει αρκετή ώρα λες και είναι κανένα σκουπίδι και όταν τελικά ήρθε στο γραφείο τον άρπαξε από τα μούτρα.
"Τι θέλεις τώρα να σου κάνω", "κι εγώ που να τα βρω" κλπ.
Δεν του ζήτησε δα και τόσα πολλά.
"Τι να κάνω...", απάντησε αυτός, "για το κορίτσι που σπουδάζει...", "να του δώσω να πληρώσει το ενοίκιο και τα βιβλία της". 
"Για το κορίτσι..."

Τελικά το αφεντικό αφού τον ταλαιπώρησε, τον έκανε να νιώσει άσχημα, έκανε διάφορους μορφασμούς δυσαρέσκειας και είπε όσα είπε, του έδωσε προκαταβολή αλλά κάπως λιγότερα απ' όσα του ζήτησε.

Φυσικά κάποιος που έχει τη λογική του αφεντικού μου, θα την έχει έτοιμη τη δικαιολογία για όλα αυτά.
Έτσι είναι αυτές οι δουλειές. Αλλιώς πως θα κρατήσεις το εργοστάσιο. Δίνουμε λεφτά και δουλειά σε τόσο κόσμο και λοιπές αηδίες.
Μια χαρά μπορείς να το κρατήσεις το εργοστάσιο. Αλλά όταν είσαι αφεντικό, θέλεις να βγάλεις χοντρά φράγκα. Και φυσικά με τα χοντρά φράγκα αγοράζεις σπίτια, πανάκριβα αμάξια για σένα και τους δικούς σου, σκάφος και γενικά βγάζεις τα γούστα σου τη στιγμή που ο άλλος παλεύει να πληρώσει δάνεια και λογαριασμούς για να μην του πάρουν το σπίτι ή του κόψουν το ρεύμα και τα συναφή όμορφα που συμβαίνουν γύρω μας την ώρα που είμαστε πολύ απασχολημένοι και αδιάφοροι για να κοιτάξουμε.
Κι αυτό φαίνεται σε μια φράση του αφεντικού μου σε συνεργάτη: "Εσένα αν σου πουν εκεί έχει λεφτά δε θα πας να τα πάρεις; Θα τα πάρεις. Δεν είσαι μαλάκας."
Δηλαδή θα τα πάρεις για σένα κι επειδή "τα βρήκες" με όποιον τρόπο κι αν τα βρήκες σου αξίζουν.  
Να τα έβρισκε ο άλλος. Να ήτανε πιο έξυπνος. 
Βρε σάλτα και γαμήσου!

Κι έτσι ερχόμαστε στις αρχές μου και στο τι πιστεύω το οποίο δε συμβιβάζεται με όσα μου ζητούνται να κάνω στη δουλειά μου.

Εγώ δεν θέλω να κλέψω. Από αυτούς τους μεροκαματιάρηδες δεν μπορώ να κλέψω, πόσο μάλλον για χάρη ενός κακομαθημένου μαλάκα που μ' έχει να δουλεύω όλη μέρα και στο τέλος του μήνα μου πετάει ένα μισθουλάκο. Και δεν θέλω να ανέχομαι τέτοια συμπεριφορά από τους ανθρώπους για τους οποίους εργάζομαι. Νιώθω συνένοχος και προδότης των ιδεών μου. Οι ιδέες δεν είναι για να τις κάνουμε κάδρο, να τις βάζουμε στον τοίχο και να τις χαζεύουμε όποτε μας βολεύει. Είναι για να τις κουβαλάς μέσα σου.

Εγώ δεν θέλω να γίνω απάνθρωπος. Η ανθρωπιά είναι ότι σημαντικότερο έχουμε. Είναι το μόνο που μπορεί να μας ενώσει και να προσπαθήσουμε μαζί πέρα από μίση και διακρίσεις να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη. Να δούμε τον εαυτό μας μέσα στους άλλους. Να νοιαστούμε για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γύρω μας και θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε κι εμείς αν τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά.

Θέλω να είμαι περήφανος για τις πράξεις μου και να μπορώ να κοιτάξω τους άλλους στα μάτια όντας περήφανος και όχι απατεώνας που ότι κι αν κάνει δικαιολογεί τον εαυτό του.

Θέλω να βάζω τους ανθρώπους όχι μόνο πάνω από τα χρήματα αλλά και πάνω από τη γαμημένη την ανάγκη μου. Θα βρω τρόπο να τα βγάλω πέρα. Κι αν στην πορεία διαπιστώσω ότι δε μου κάνει θα τον αλλάξω κι αυτόν. Δε χρειάζεται να ζήσω με τον τρόπο που έχει ορίσει κάποιος άλλος για μένα.
Δε θα γίνω κάποιος άλλος.
Τη ζωή μου θα τη φτιάξω όπως τη θέλω εγώ.
Θα τον αλλάξουμε το γαμώκοσμο!

17 Ιουν 2011

Βρείτε τις διαφορές - παρτ του






Πηγή για τη φωτογραφία Πάγκαλου-Βενιζέλου προβοκάτορας.

Ταξιδεύοντας στο Σύνταγμα


Αναδημοσιεύω το πολύ καλό κείμενο του συνονόματου Πιτσιρίκου.
Είναι must read. Κάτι σαν τον Κώδικα Ντα Βίντσι με τη διαφορά ότι ο Πιτσιρίκος δε γράφει μαλακίες.

Πέρα από την πλάκα, θεωρώ σημαντικό να το διαβάσετε και ΚΥΡΙΩΣ να το δώσετε να το διαβάσουν συγγενείς, φίλοι και γνωστοί που δεν έχουν σχέση με διαδίκτυο και τα συναφή. Αρκετά με το να μας πλασάρουν ότι γουστάρουν στην τηλεόραση και η μάνα σου να αγωνιά τι θα γίνει αν δε μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση από αυτούς που έχουν ξεπουλήσει τα πάντα. Τι άλλο πρέπει να κάνουν δηλαδή για να τους στείλουμε στο διάολο;

Δε χρειαζόμαστε κανένα δυνάστη ούτε τα τσιράκια του. Μπορούμε να τα καταφέρουμε πολύ καλύτερα μόνοι μας.

Μπείτε στον κόπο να το διαβάσετε στη μαμά, στον μπαμπά, στη γιαγιά κλπ. και να συζητήσετε για το τι πραγματικά συμβαίνει στο πολιτικό σκηνικό, πέρα από την προπαγάνδα των media.

Ταξιδεύοντας στο Σύνταγμα

Όποιος βρέθηκε στη μεγάλη χτεσινή συγκέντρωση της πλατείας Συντάγματος δεν πρέπει να έχει πια καμία αμφιβολία για το πώς δρα το παρακράτος. Αυτό που άλλαξε χτες είναι ο τρόπος που αντιδρούν οι πολίτες.
Εδώ και πολλές μέρες, στη λαϊκή συνέλευση της πλατείας Συντάγματος, ένα από τα κύρια θέματα ήταν ο τρόπος αντίδρασης σε ένα χτύπημα της Αστυνομίας. Έχοντας την πρόσφατη περίπτωση της Ισπανίας κατά νου, όλοι ήταν σίγουροι πως η Αστυνομία θα χτυπήσει τη διαδήλωση του Συντάγματος και θα προσπαθήσει να τη διαλύσει – μαζί, βέβαια, με τις σκηνές και τις υποδομές. Αναζητούσαν λοιπόν πιθανούς τρόπους αντίδρασης και συζητούσαν για το ποιοι θα είναι αυτοί.
Η πρώτη προσπάθεια της Αστυνομίας να διαλύσει τη διαδήλωση του Συντάγματος έγινε χτες. Τα χημικά που έπεσαν στην πλατεία Συντάγματος ήταν απίστευτα πολλά και αδικαιολόγητα– ειδικά, αν σκεφτείς πως οι διαδηλωτές είχαν κάνει σαφές πως διαδηλώνουν και θα συνεχίσουν να διαδηλώνουν με ειρηνικό τρόπο.
Οι ασφαλίτες που παρακολουθούν τις συνελεύσεις και δίνουν αναφορά στους ανωτέρους τους το ήξεραν πολύ καλά αυτό. Και σίγουρα, είχαν ακούσει τον προβληματισμό όλων των ομιλητών για τα χημικά. Ξύλο μπορείς να κάτσεις να φας ή μπορείς να ξαπλώσεις κάτω και να μην κουνιέσαι – τα χημικά, όμως, δεν αντέχονται. Η πρόταση να φοράμε όλοι αντιασφυξιογόνες μάσκες δεν προχώρησε, αν και είναι ο μόνος πραγματικά αποτελεσματικός τρόπος να αντιμετωπίσεις τα χημικά.
Στη Βασιλέως Γεωργίου βρέθηκαν χτες κουκουλοφόροι. Είναι το αγαπημένο τους σημείο. Προσπερνώ το ότι επί 21 ημέρες δεν υπήρξε κάποιο βίαιο επεισόδιο στην πλατεία Συντάγματος. Προσπερνώ επίσης το ότι ήταν ολοφάνερο πως η πλειοψηφία αυτών των κουκουλοφόρων ήταν ασφαλίτες. Ας δεχτώ πως όλοι αυτοί ήταν ταραξίες που δεν είχαν καμία σχέση με την Αστυνομία.
Στη Βασιλέως Γεωργίου υπήρχαν εκατοντάδες ειρηνικοί διαδηλωτές. Αυτό που έκαναν τα ΜΑΤ ήταν να στέλνουν τους «ταραξίες» μέσα στους διαδηλωτές και να πετούν τελικά χημικά στους ανυπεράσπιστους διαδηλωτές, αφού οι «ταραξίες» είχαν λάβει τα μέτρα τους – μάσκες κλπ.
Σε ερώτηση οργισμένου διαδηλωτή στον αρχηγό της δύναμης των ΜΑΤ που ήταν στην Καραγιώργη Σερβίας «γιατί τους στέλνετε πάνω μας και μας πετάτε χημικά;», αυτός απάντησε πως «έγινε λάθος». Να δεχτώ πως ήταν λάθος. Τα λάθη, όμως, γίνονται μια φορά. Το συγκεκριμένο λάθος έγινε άπειρες φορές, με αποτέλεσμα η πλατεία Συντάγματος να πνιγεί στα χημικά και οι διαδηλωτές να τρέχουν να σωθούν (μαζί με τους τουρίστες). Η πορεία των συνδικάτων είχε ήδη τελειώσει, οπότε, η δύναμη των ΜΑΤ είχε τη δυνατότητα να «οδηγήσει» τους «ταραξίες» στη Σταδίου, όπου δεν υπήρχε κανένας διαδηλωτής. Δεν το έκανε.
Έχοντας παρευρεθεί σε δεκάδες πορείες τον τελευταίο χρόνο, ξέρω πια πότε θα εμφανιστούν οι «ταραξίες» και πότε θα χτυπήσουν τα ΜΑΤ. Δεν είμαι ο μόνος – το έχουν αντιληφθεί πια τουλάχιστον όλοι όσοι συμμετέχουν στις πορείες. Όλοι ξέρουμε πότε θα χτυπηθεί η πορεία. Μόλις μπαίνει στο Σύνταγμα. Χτυπιέται εκεί, ώστε –μόλις πέσουν τα δακρυγόνα- να διαλυθεί ο κόσμος και να μην φτάσει μπροστά στη Βουλή.
Το κακό με τις πορείες είναι ότι χτυπιούνται εύκολα και προβοκάρονται ακόμα πιο εύκολα. Όταν θέλεις να διαδηλώσεις μπροστά στη Βουλή, δεν έχεις κανένα λόγο να ξεκινάς από το Πεδίο του Άρεως ή την Ομόνοια – διαδηλώνεις κατευθείαν μπροστά στη Βουλή. Βέβαια, αυτό δεν συμφέρει κόμματα και συνδικάτα που θέλουν τους πελάτες τους χώρια. Γι’ αυτό μας ξέκαναν με ανούσιες πορείες και βόλτες για περισσότερο από ένα χρόνο, ενώ ήταν ολοφάνερο πως ο κόσμος ήθελε να διαδηλώσει στο Σύνταγμα.
Το σίγουρο είναι πως οι διαδηλωτές της πλατείας Συντάγματος –που διαδηλώνουν χωρίς κομματικές ταυτότητες- χάλασαν τη «συνταγή» της Αστυνομίας. Δίνοντας ραντεβού στο Σύνταγμα –και μένοντας εκεί-, έβαλαν δύσκολα στα ξεφτέρια της Ελληνικής Αστυνομίας. Το χειρότερο ,δε, είναι πως διαδηλώνουν ειρηνικά. Με συνθήματα, συνελεύσεις και μουσική.
Χτες λοιπόν, συνέβη κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ. Η διαδήλωση του Συντάγματος χτυπήθηκε ανελέητα με δακρυγόνα, αν και κανένας από τους διαδηλωτές δεν έκανε κάτι βίαιο. Με την πρόφαση των «ταραξιών», μας τρελάνανε στα χημικά. Αλλά το καινούργιο στοιχείο είναι ότι δεν φύγαμε. Η φωτογραφία που ακολουθεί έχει ενδιαφέρον.

Είναι γύρω στις 2 το μεσημέρι –δεν κοιτούσα και το ρολόι- και έχουμε καταφύγει στην οδό Φιλελλήνων, για να πάρουμε μια ανάσα. Στην κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος –την οποία αδειάσαμε αναγκαστικά λόγω των χημικών-, γίνεται πόλεμος ανάμεσα στα ΜΑΤ και τους «ταραξίες». Το συνηθισμένο «παιχνίδι». Το μπλοκ των μεταναστών αποχωρεί από την Όθωνος –όπου βρισκόταν- και τότε ο κύριος με το μπλε μπλουζάκι (νομίζω πως αυτός το ξεκίνησε) κάνει κάτι αναπάντεχο.
Γυρνάει προς τα πίσω, βλέπει τη Φιλελλήνων –που είναι γεμάτη από τη μια άκρη ως την άλλη με διαδηλωτές που δεν φεύγουν-, κάνει μια κίνηση με το χέρι και λέει «Πάμε!».
Πάμε; Πού πάμε; Η πλατεία έχει πνιγεί στα δακρυγόνα και μπροστά μας είναι οι ματατζήδες με τα γκλομπ,και οι «ταραξίες» με τα καδρόνια και τις κοτρόνες. Εμείς δεν έχουμε τίποτα – μόνο που είμαστε πάρα πολλοί.
Ο κύριος με το μπλε μπλουζάκι σηκώνει τα χέρια ψηλά, αρχίζει να χτυπάει τις παλάμες του και να περπατάει προς την πλατεία. Κατά ένα περίεργο τρόπο, αρχίζουμε όλοι να περπατάμε προς την πλατεία και να χτυπάμε τις παλάμες μας.
Μέσα σε λίγα λεπτά, έχουμε βρεθεί στη μέση της πλατείας, ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται. Κάνουμε πάλι πίσω και μετά από λίγο κάνουμε πάλι το ίδιο. Αυτό το μπες-βγες στην πλατεία κράτησε πολλή ώρα.
Τελικά, τα ΜΑΤ κατάφεραν να βγάλουν τους διαδηλωτές –εκτός από τους πολύ γενναίους και πολύ ανθεκτικούς- από την πλατεία. Το πόσο στημένο ήταν αυτό φάνηκε, όταν –με το πρόσχημα πάντα των «ταραξιών»- έριξαν δακρυγόνα στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος, την ώρα που εκατοντάδες διαδηλωτές χόρευαν πεντοζάλη.
Επικράτησε πανικός και –για να μην κάνω τον ήρωα- θα πατούσα και τη μάνα μου εκείνη την ώρα, για να καταφέρω να βρεθώ σε ένα σημείο που θα μπορώ να πάρω αέρα. Όταν έφτασα στην κορυφή των σκαλοπατιών –απέναντι από τη Βουλή-, είδα πως τα ΜΑΤ ήταν πια ανάμεσα στις σκηνές.
Θα ήθελα πολύ να ήμουν ο Σούπερμαν και να γυρνούσα και να τους πλάκωνα στις σφαλιάρες –γιατί είναι αλήτες-, αλλά δεν είμαι και έφτασα ως το Ζάππειο, για να μπορέσω να συνέλθω λίγο.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτή τη φορά δεν φύγαμε. Ακόμα κι όταν η πλατεία Συντάγματος έγινε κόλαση από τα δακρυγόνα –και δεν μπορούσε να σταθεί άνθρωπος-, αρχίσαμε σιγά σιγά να επιστρέφουμε.
Γιατί, όμως, τις προηγούμενες φορές διαλυόμασταν απογοητευμένοι –μετά από τα πρώτα δακρυγόνα- και αυτή τη φορά επιστρέψαμε; Νομίζω πως αυτή τη φορά επιστρέψαμε γιατί είχαν προηγηθεί οι 21 ημέρες διαδήλωσης στο Σύνταγμα. Δεν σου έκανε καρδιά να σηκωθείς να φύγεις, όταν ήξερες πως οι άνθρωποι με τους οποίους συναντιέσαι και συζητάς κάθε βράδυ θα μείνουν εκεί. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαν προδοσία.
Μπορεί να μη συμφωνείς στα πάντα με αυτούς τους ανθρώπους, μπορεί κάποια στιγμή να παίρνεις ανάποδες με τη διαδικασία στη συνέλευση, μπορεί να σε ενοχλούν κάποια συνθήματα, αλλά είσαι 3 εβδομάδες στον ίδιο χώρο μαζί τους, με αίτημα τη δημοκρατία. Και θα σηκωθείς να φύγεις επειδή τα ΜΑΤ έριξαν δακρυγόνα; Και πυρηνικά να ρίξουν, πάλι θα γυρίσουμε.
Οι διαδηλωτές της πλατείας Συντάγματος ξέρουν καλά γιατί βρίσκονται στο Σύνταγμα. Δεν διαδηλώνεις 3 εβδομάδες σε μια πλατεία για πλάκα. Ειδικά, αν είσαι Έλληνας και βαριέσαι τα πάντα από τη δεύτερη μέρα.
Χτες το μεσημέρι, την ώρα που περπατούσαμε όλοι μαζί προς την πλατεία Συντάγματος -και χτυπούσαμε τα χέρια μας-, αισθάνθηκα περήφανος. Και για εμένα, και για τους ανθρώπους μαζί με τους οποίους περπατούσα.
Βέβαια, αν είχα φάει κάνα γκλομπ ή κάνα καδρόνι στο κεφάλι, τώρα –εκτός από περηφάνια- θα είχα και πονοκέφαλο.

16 Ιουν 2011

Μπάτσοι - βιοπαλαιστές - κουκουλοφόροι

Πολύ φάτσα το μικρό αλλά αν πέσει σήμα θα τις φάει τις μάπες του! Έχουμε και μια οικογένεια να θρέψουμε.

Με έχουν κουράσει αυτοί που ισχυρίζονται πως οι μπάτσοι ντύνονται κουκουλοφόροι για να κάνουν προβοκάτσιες. Δεν μπορώ άλλο να ανεχθώ τόση αδικία και λάσπη και τέτοια προσβόλα στο πρόσωπο της αστυνομίας. Ξυπνήστε επιτέλους και δείξτε και λίγο σεβασμό.

Η αλήθεια, που όσοι βγάζουν τέτοιου είδους βιαστικά συμπεράσματα αγνοούν, είναι ότι το επάγγελμα του μπάτσου περνάει μεγάλη κρίση. Από τη μια η οικονομική κρίση και η ανάγκη για περικοπές στο δημόσιο, από την άλλη οι μπάτσοι να ξύνουν όλη μέρα τα παπάρια τους, δεν πάει το πράμα. Είναι θέμα χρόνου να αρχίσουν οι απολύσεις, οι νέοι να μη βρίσκουν δουλειά όταν βγαίνουν από τη σχολή λες και είναι ίσα κι όμοια με τους υπόλοιπους αποφοίτους ΑΕΙ-ΤΕΙ-ΙΕΚ-ΠΑΜΕ-ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και όλα αυτά με τις συντομογραφίες. Μια φρίκη σου λέω!

Οπότε πρέπει να γίνουν χρήσιμοι και επειδή δεν παίζει να γίνουν πραγματικά χρήσιμοι (δημόσιοι υπάλληλοι είναι άλλωστε), πρέπει τουλάχιστον να φαίνονται χρήσιμοι. Έτσι οι πραγματικοί αγωνιστές μεταξύ των μπάτσων μερικές φορές παίζουν το ρόλο κουκουλοφόρου μια που οι διαδηλωτές έχουν παραφλωρέψει. Επίσης, αναγκάζονται να προβούν και σε άλλες ενέργειες προκειμένου να προστατεύσουν την τίμια δουλίτσα τους.

Συγκεκριμένα μερικές από αυτές είναι:
  • Διπλοπαρκάρουν ή τρέχουν με υπερβολική ταχύτητα και επειδή συνήθως δε βρίσκεται κάποιος συνάδελφός τους κοντά να τους γράψει, κόβουν κλήση στον εαυτό τους.
  • Διοργανώνουν και εκτελούν ληστείες που συνοδεύονται κατά προτίμηση από πιστολίδι με άλλους μπάτσους.
  • Αποφεύγουν να συλλάβουν εμπόρους ναρκωτικών και λευκής (ή μαύρης) σαρκός, γιατί άλλωστε τη δουλειά τους κάνουν τα παιδιά. Αντιθέτως, συμμετέχουν με προθυμία στη διακίνηση.
Όλα αυτά και άλλα για να βγάλουν με μόχθο το ψωμάκι τους. Αλλά εσείς βλέπετε παντού προβοκάτσιες. Ελπίζω τώρα τουλάχιστον να ξεκαθαρίστηκε το θέμα.

Γι' αυτό παρακαλώ μην αρχίσετε τις ίδιες βλακείες όταν δείτε καραβανάδες να παριστάνουν τους Τούρκους κομάντο.


5 Ιουν 2011

Η κρυμμένη αλήθεια

Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Ξύπνησα με δυσκολία και κακόκεφος για τη δουλειά. Πλύθηκα, ήπια το γάλα με κακάο που μου ετοιμάζει η μαμά (ναι ρε μου φτιάχνει γάλα η μάνα μου υπάρχει πρόβλημα;), ντύθηκα, πήρα το κολατσιό (ναι κι αυτό η μάνα μου το ετοιμάζει λογαριασμό θα σας δώσω;), φίλησα τη μάνα μου (μαμόθρεφτο είσαι και φαίνεσαι!) και έφυγα με κατεβασμένα τα μούτρα.

Όταν είσαι αναγκασμένος να κάνεις κάτι, φαντάζει σαν όλο σου το είναι να συνομωτεί εναντίον σου. Αυτό που είσαι αναγκασμένος να κάνεις δεν υπάρχει περίπτωση να έχεις διάθεση να το κάνεις αλλά αντιθέτως με ένα μαγικά καταραμένο τρόπο τότε σου έρχεται διάθεση να κάνεις χίλια δυο άλλα πράγματα που θα σε ευχαριστούσαν και όταν τελικά έχεις ελεύθερο χρόνο σε πιάνει σπαρίλα και απλά κάθεσαι και μουχλιάζεις χωρίς να κάνεις τίποτα.

Πέραν αυτού η δουλειά μου δε μου αρέσει ούτως ή άλλως. Δεν είναι και η πιο δύσκολη δουλειά του κόσμου και μου αποφέρει ένα εισόδημα με το οποίο τα φέρνω βόλτα, με το ζόρι βέβαια. Αλλά αν δεν το είχα κι αυτό, οι τράπεζες θα μας είχαν πάρει και τα σώβρακα.
Αυτό όμως που δεν μπορώ να αντέξω στη δουλειά είναι η υποκρισία που επικρατεί. Ψεύτικα χαμόγελα και θάψιμο ο ένας πίσω από την πλάτη του άλλου, τρικλοποδιές, κουτοπονηριές και εκμετάλλευση σε όλους και σε όλα.

Εκείνη τη μέρα είχα αρκετή δουλειά. Όταν σχόλασα είχε ήδη νυχτώσει και ήμουν αρκετά κουρασμένος για οτιδήποτε εκτός από μαμ, κακά και νάνι. Μάζεψα το κουφάρι μου και πήρα το δρόμο για το σπίτι. Στη διαδρομή σκεφτόμουν πως έχω κουραστεί από αυτή την κατάσταση και φοβάμαι πως αν συνεχιστεί και δε βρω κάποιο τρόπο να αλλάξω τη ζωή μου θα ρθει μια στιγμή που και να μου δοθεί η ευκαιρία δε θα 'χω το κουράγιο να το κάνω. Καθώς περπατούσα και λίγο πριν φτάσω στο σπίτι, μια φωνή από αδιευκρίνιστη κατεύθυνση διέκοψε τις σκέψεις μου.

-"Ε εσύ!"
Κοντοστάθηκα κοίταξα τριγύρω, αλλά δεν είδα κανέναν και δεν έδωσα σημασία.
-"Σε σένα μιλάω!"
Κοίταξα πάλι τριγύρω, τίποτα. Ποιος πούστης μου κάνει πλάκα, σκέφθηκα και δεν έχω και όρεξη και θα χεστούμε βραδιάτικα.
-"Που είσαι ρε;" είπα για να μη συνεχιστεί το ενοχλητικό παιχνίδι.
-"Το που δεν είναι η σωστή ερώτηση. Θα ήταν πιο σωστό να ρωτούσες τι θέλεις, αλλά για να μη σε μπερδεύω ας πούμε πως είμαι μια φωνή από το υπερπέραν".

H φωνή ακουγόταν σε κοντινή απόσταση και ενώ κοιτούσα τριγύρω προς όλες τις κατευθύνσεις δεν υπήρχε κανείς, ούτε και κάποιο σημείο που θα μπορούσε να έχει κρυφτεί. Για μια στιγμή πάγωσα...
Έτρεξα και μπήκα στο σπίτι για να μη με βλέπουν οι γείτονες να μιλάω στο πουθενά σαν τον τρελό. Μόλις έκλεισα την πόρτα, άκουσα και πάλι τη φωνή σε κοντινή απόσταση.
-"Δεν είναι ανάγκη να τρομάζεις, μια κουβέντα θα κάνουμε."
-"Θεέ μου εσύ είσαι;", είπα δειλά δειλά.
-"Δεν είμαι θεός, είμαι απλά μια φωνή από το υπερπέραν."
-"Τι... τι εννοείς;"
-"Τι να εννοώ; Είμαι απλά μια φωνή, σκέτο. Χωρίς θεό και το υπόλοιπο πακέτο."
-"Ναι αλλά η φωνή τίνος;"
-"Κανενός ρε παιδί μου. Κοίτα... πως βλέπεις στις ταινίες να βγαίνει ένα εκτυφλωτικό φως και ο θεός να ακούγεται με επιβλητική φωνή από τους ουρανούς..."
-"Ναι;"
-"Ε αυτό χωρίς το θεό και τα ειδικά εφέ."
-"Μήπως είσαι ο Εωσφόρος; Ύπαγε οπίσω μου σατανά!"
-"Ρε τι μπελά έχω βρει με εσάς τους ανθρώπους! Το καταλαβαίνεις ότι είναι ενοχλητικό αυτό που κάνεις; Όλοι σώνει και καλά θέλετε να με βγάλετε θεό, διάβολο κλπ. Δηλαδή σας φαίνεται φυσιολογικό να υπάρχει κάποιος αόρατος θεός που έπλασε τα πάντα και μπορεί να κάνει κουμάντο στον κόσμο αλλά τον αφήνει στα μαύρα του τα χάλια και μια σκέτη φωνή από το υπερπέραν είναι παράλογο να υπάρχει. Ε λοιπόν έχω κι εγώ δικαίωμα ύπαρξης κύριε!"
Αντιλαμβανόμενος πόσο παράλογο είναι αυτό που μου συνέβαινε βρισκόμουν σε πλήρη σύγχυση.
-"Και τι κάνεις δηλαδή σαν σκέτη φωνή;"
-"Κι άλλη χαζή ερώτηση. Τι κάνω, μιλάω, κάνω συζητήσεις, μεταδίδω ιδέες, άμα θες παραγγέλνω και σουβλάκια."
-"Ωραία, ας κάνω λοιπόν τη σωστή ερώτηση", είπα προσπαθώντας να ηρεμήσω. "Τι θέλεις από μένα;"
-"Καιρός ήταν. Γιατί μου το κάνεις αυτό, μου λες;"
-"Τι σου κάνω;"
-"Με αγνοείς παντελώς! Ποιος είναι εμένα ο ρόλος μου σαν φωνή αν με αγνοείς, ε; Όποτε σου απευθύνομαι μες στο μυαλό σου για να σε συμβουλέψω με γράφεις κανονικά και κάνεις συνεχώς τις ίδιες μαλακίες. Ε πόσο να ανεχθώ να συμβαίνει αυτό! Αποφάσισα να σου μιλήσω κανονικά μπας και καταλάβεις ότι υπάρχω κι εγώ!"
-"Μα δε σ'έχω ακούσει ποτέ στο μυαλό μου."
-"Σοβαρά; Και ποιος νομίζεις σε παρότρυνε να πεις τη χαριτωμενιά χθες σ' εκείνο το γκομενάκι. Αν περίμενα από σένα τον μουρόχαβλο..."
-"Μα αυτό εγώ το σκέφτηκα."
-" Το σκέφτηκες και καθόσουν σαν το χάνο. Εγώ σε παρότρυνα. Η ζωή δεν περιμένει, θυμάσαι;"
-"Δηλαδή αυτή μου η σκέψη ήσουν εσύ;"
-"Όχι η σκέψη, η παρότρυνση. Εγώ απλά βγάζω στην επιφάνεια τις καλές σου ιδέες. Σου είναι δύσκολο ακόμη να καταλάβεις πότε συμβαίνει αλλά με λίγη προσπάθεια θα τα καταφέρεις."
-"Δε μου λες όμως, τι θέλεις;"
-"Θέλω να καταλάβεις τι έχει πραγματικά αξία στη ζωή σου και να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα. Μόνο όταν ονειρεύεσαι περνάω καλά. Και πάνω που αρχίζω να γουστάρω και κάνω κατάσταση με κάνα όνειρο, ξαφνικά όλα χάνονται σα να μην υπήρξαν ποτέ. Ε λοιπόν δε θα σε περιμένω για πάντα! Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση θα την κάνω λίαν συντόμως. Έχω ήδη κάνει κράτηση για τον επόμενο."
-"Δηλαδή δεν είσαι απλά στο μυαλό μου; Μπορείς να πας σε άλλον;"
-"Θα στο εξηγήσω απλά. Προσπάθησε να δείχνεις ότι καταλαβαίνεις γιατί δε μ'αρέσει να επαναλαμβάνομαι. Κατ' αρχήν υπάρχουν πολλές φωνές. Εμείς οι φωνές έχουμε ένα σκοπό. Να δώσουμε σκοπό στην ύπαρξή σας μπας και γίνει λίγο καλύτερος αυτός ο κόσμος απ' ότι τον καταντήσατε. Αλλά είμαστε ελεύθερες και αν μας τη βαρέσει την κάνουμε, το οποίο μας φέρνει στο θέμα μας.
Όλες οι φωνές έχουν το ίδιο πρόβλημα. Μπαίνουμε στα κεφάλια σας, αναζητούμε τα πιο αξιόλογα όνειρά σας και σας παροτρύνουμε να τα κάνετε πραγματικότητα. Αλλά εσείς οι άνθρωποι είστε τόσο ξεροκέφαλοι και δε μας ακούτε με τίποτα. Έτσι οι φωνές συνήθως κουραζόμαστε μετά από κάποιο διάστημα και την κάνουμε για άλλα κεφάλια, αλλά απογοήτευση παντού. Λίγα είναι τα καλά κεφάλια και είναι όλα πιασμένα. Λένε πως αν κάποιος δεν αρχίσει να σ'ακούει μέχρι να μπει στην αγορά εργασίας το παιχνίδι είναι χαμένο, αλλά δε χάνουμε εύκολα την ελπίδα όπως εσείς οι άνθρωποι.
Τώρα όσον αφορά την περίπτωσή μας... Σκέψου πως χωρίς εμένα θα ήσουν μια μαριονέτα, ένα γρανάζι του συστήματος, χωρίς προσδοκίες και σθένος να διεκδικήσεις όσα θέλεις και σου ανήκουν και η ζωή σου θα γινόταν μια αδιάφορη ρουτίνα. Δηλαδή όχι και τόσο διαφορετικά απ' ότι τώρα αλλά περίμενε, γίνεται και χειρότερο.
Η καθημερινή ρουτίνα έχοντας καταλύσει όλες σου τις αντιστάσεις θα σε επηρέαζε τόσο ώστε να μεταδίδεις αυτή την κακομοιριά και ηττοπάθεια και στους γύρω σου. Κάθε τι αξιόλογο θα σου φαινόταν μάταιο και θα το απαξίωνες και όλα όσα ονειρεύτηκες θα φάνταζαν ουτοπικά και ανούσια. Και το χειρότερο, θα νόμιζες πως αυτά είναι όλα όσα μπορείς να περιμένεις από τη ζωή σου και ότι έχεις ωριμάσει. Λες και είναι ωριμότητα να δέχεσαι παθητικά ότι συμβαίνει γύρω σου. Και όταν θα έρθει η στιγμή που θα αρχίσουμε να επιτυγχάνουμε το σκοπό μας και οι άνθρωποι αρχίσουν να μας ακούν - γιατί εμείς οι φωνές έχουμε πίστη σ' αυτό που κάνουμε και κάποια στιγμή θα τα καταφέρουμε - κάτι τύποι σαν και σένα θα είναι η ντροπή της κοινωνίας σας και θα σας φτύνουν τα ίδια τα παιδιά σας.
Αυτά είχα να σου πω και μεγάλη χάρη σου έκανα. Αν συνεχίσεις τα ίδια είσαι άξιος της μοίρας σου. Φεύγω..."
-"Περίμενε, μη φύγεις!"
-"Αρκετά σου είπα."
-"Σε παρακαλώ πες μου κάτι τελευταίο πριν φύγεις. Τι νόημα έχουν όλα αυτά;"
-"Δεν έχω απαντήσεις. Έχω συμβουλές. Και οι συμβουλές μου είναι ότι καλύτερο μπορείς να περιμένεις, γιατί είναι το σωστό που προσπαθείς να κρύψεις μέσα σου.
Μη φοβάσαι, όμως, θα τα ξαναπούμε σύντομα."
Η φωνή σώπασε...
"Καιρός να αλλάξω, αρκετά ανέχθηκα και συμβιβάστηκα", σκέφτηκα.
Ή μήπως δεν το σκέφτηκα εγώ;
Σα να μου έκλεισε το μάτι η φωνή.

Τα κλεμμένα τηλεκοντρόλ (μια ιστορία του Κωστάκη Ανάν)

Τον τελευταίο καιρό έχω περιορίσει κατά πολύ κάποιες από τις αγαπημένες μου ασχολίες και συγκεκριμένα να παίζω μουσική και να γράφω στο πολυαγαπημένο μου blog. Αλλά πάνω απ' όλα το μεροκάματο. Σήμερα πληρώθηκα και ένιωσα την πληρότητα του σκληρά εργαζόμενου... δυστυχώς. Μετά από χρόνια σπουδών με μεταπτυχιακό, άπτυστα αγγλικά, άpιστες γνώσεις χειρισμού πισιού κλπ οι κόποι μου ανταμείβονται. Δουλεύω όλη μέρα, 6-7 μέρες τη βδομάδα σε μια δουλειά που δεν είμαι αρκετά δυστυχισμένος για να μου αρέσει, για να πάρω 1000 και κάτι γιούρο μηνιάτικο.  Από αυτά κάνα 800άρι φεύγουν απευθείας σε δάνεια και λογαριασμούς και μου μένουν 200 κάτι γιούρο για να περάσω πλουσιοπάροχα το μήνα μου.
Πάντως προσδοκώ ότι θα αλλάξω τη ζωή μου, εννοώντας όχι να βγάζω περισσότερα λεφτά (όπως προείπα δεν είμαι τόσο δυστυχισμένος) αλλά ότι θα βρω τρόπο να κάνω όμορφα πράγματα που θα με γεμίζουν. Προς το παρόν σκέφτηκα μια που δε γράφω εγώ να αντιγράψω κάτι μπας και πάρω μπρος και αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας μια από τις αγαπημένες μου ιστορίες του Κωστάκη Ανάν με χιούμορ και μήνυμα (όπως πάντα). Προτείνω ανεπιφύλακτα να πάρετε τα βιβλία του, αν τα βρείτε. Επίσης προτείνω ανεπιφύλακτα την κλοπή τηλεκοντρόλ για να γίνει καλύτερος αυτός ο κόσμος. Καλή ανάγνωση!

Είχα φτάσει στον πάτο. Αυτά που λένε ότι ο πάτος δεν έχει πάτο είναι μαλακίες. Μετά από ένα μήνα στο δρόμο και τριάντα νύχτες σε γωνίες και παγκάκια, είχα φτάσει στο τέλος του κατήφορου όπου το τέλμα νοίκιαζε δωμάτια σε τιμές ευκαιρίας. Εγώ δεν είχα φράγκο, και έτσι δεν έμεινα στο τέλμα ούτε ένα βράδυ. Μετά από λίγες ημέρες,  άρχισα να διαπιστώνω  με έκπληξη ότι ένιωθα όλο και καλύτερα. Είχα ξεκινήσει προσπαθώντας να ξεχάσω και τώρα σχεδόν τα είχα καταφέρει. Δυσκολευόμουν να θυμηθώ τι ήθελα να ξεχάσω. Χωρίς δόσεις να χορεύουν πάνω από το κεφάλι μου και να ξελογιάζουν τα χρήματα μέσα στο πορτοφόλι μου, χωρίς απλήρωτους λογαριασμούς, χωρίς "σε θέλει ο κύριος διευθυντής" και γενικά χωρίς όλα αυτά τα μικρά καθημερινά άγχη (που μόνα τους δεν πιάνουν μία, αλλά όταν συνασπίζονται σου τρώνε τα σωθικά, αργά αλλά σταθερά κάθε μέρα), ένιωθα καινούργιος άνθρωπος.
Ένα μεσημέρι έπιασε μια βρόχα τρελή στο κέντρο και εγώ στεκόμουνα στη στοά του Ειρηνοδικείου και έβλεπα να περνάνε δίπλα μου γραβάτες και γόβες, νέοι με γέρικες ψυχές, δερμάτινες τσάντες καρφωμένες για πάντα στους ώμους των ιδιοκτητών τους, βιαστικοί και βρεγμένοι άνθρωποι, όλοι να χώνονται στον υπόγειο για να γυρίσουν "σπιτάκι" τους. Το σκηνικό συμπληρώνανε μικροπωλητές , που προσπαθούσαν μάταια να σκεπάσουν την πραμάτεια τους και έβριζαν τους πάντες, και αλλοδαποί ομπρελοπώλες, που μάλλον κάποιος τους είχε σπείρει από το καλοκαίρι και φύτρωσαν τώρα ξαφνικά, με την πρώτη βροχή.
Όταν τελείωσε η βροχή, ήταν σαν να τους είχε ξεπλύνει όλους αυτούς και, όταν βγήκε ο ήλιος προς το απόγευμα ήταν ο πιο γλυκός ήλιος που είχα δει ποτέ. Στάθηκα στη μέση της πλατείας. Ξαφνικά ο ήχος χάθηκε από τα αυτιά μου. Έκλεισα τα μάτια και, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, πήρα μια βαθιά ανάσα και ένιωσα ότι με την εκπνοή έβγαλα από μέσα μου για πάντα όλη την ασχήμια του κόσμου. Ναι, η αιμορραγία είχε σταματήσει και η ψυχική μου σερβιέτα θα ήταν πλέον καθαρή κάθε μέρα - όλη μέρα.
Δεν είχα απολύτως τίποτα και απολύτως τίποτα δεν μου έλειπε.
Είχε μόλις τελειώσει το σχολείο και εγώ κολυμπούσα γυμνός στη θάλασσα, περιμένοντας να έρθουν οι φίλοι μου από την Αθήνα για διακοπές και κάνοντας σχέδια για το πως θα τους εντυπωσιάσω μετα κόλπα που είχα μάθει όλη αυτή τη χρονιά και πως θα κάνω όλα τα κορίτσια να με ερωτευτούν, πράγμα που βέβαια δε συνέβαινε ποτέ, αλλά έδινε ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα στο σχεδιασμό της επόμενης χρονιάς. Με άλλα λόγια, είχα γεννηθεί ξανά...
Πως θα αξιοποιούσα αυτή τη δεύτερη ευκαιρία; Κάνοντας αυτό που δε θα τολμούσα με τίποτα να κάνω πριν μερικούς μήνες: Επανάσταση!!!

(Εγώ τους είπα να γίνει εδώ το διάλειμμα, για να είναι και πιο εφετζίδικο, αλλά δε με άκουγαν)

Στα παγκάκια, στις στοές και στις πλατείες του κέντρου, βρήκα το υλικό που χρειαζόμουν. Ανθρώπους που δεν είχαν τίποτα να χάσουν και άρα διατεθειμένους να κάνουν τα πάντα. Ήταν θλιβερό όταν το συνειδητοποίησα, αλλά φοβάμαι ότι δεν ξεφεύγεις από την αλήθεια, όσο και να θες. Η επανάσταση χρειάζεται απελπισμένους ανθρώπους. Όταν μπορείς να διαλέξεις ανάμεσα σε 25 διαφορετικές μάρκες σαμπουάν, σημαίνει ότι υπάρχουν χορτάτοι και λιγότερο χορτάτοι, που φωνάζουν μόνο και μόνο επειδή δεν είναι τη θέση των πρώτων.
Και μια μειοψηφία απελπισμένων που τους ξέρασε το σύστημα. Αυτοί θα ήταν ο στρατός μου!

Ντριπλάροντας με δυσκολία πρεζόνια και πρεζέμπορους, συγκέντρωσα καμιά δεκαριά άτομα και τους εξήγησα το σχέδιο.
Το επόμενο βράδυ, μια αδίστακτη συμμορία περιθωριακών εισέβαλε σε όσο περισσότερα (τόσο το καλύτερο) σπίτια μπορούσε και αφαίρεσε όλα τα τηλεκοντρόλ. Τηλεοράσεις, ηχοσυστήματα, κλιματιστικά, μέσα σε μια νύχτα έμειναν ορφανά από τηλεχειρισμό, και το άλλο πρωί οι ιδιοκτήτες τους δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι διάολο είχε συμβεί και ψάχνονταν συνέχεια μήπως τους λείπει και τίποτα άλλο.

Σε δυο-τρεις περιπτώσεις, κάποιοι πεινασμένοι σύντροφοι δεν κρατήθηκαν και άνοιξαν τα ψυγεία των σπιτιών όπου είχαν εισβάλει, για να απαλλοτριώσουν καμιά φτερούγα κοτόπουλο ή λίγες μπουκιές τορτελίνια, με τέσσερα, ίσως και περισσότερα, τυριά.

Έτσι, μέσα σε μία εβδομάδα, η ΕΑΤ-ΕΣΑ (Επιχείρηση Αφαίρεσης Τηλεκοντρόλ - Έλεος Σημαίνει Αποτυχία) είχε αφαιρέσει και συγκεντρώσει στη γιάφκα της περί τα χίλια τηλεκοντρόλ. Ήταν μόνο η αρχή. Οι συνέπειες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Τα κλιματιστικά σίγησαν και ο κόσμος άρχισε και πάλι να ιδρώνει, όπως τον παλιό καλό καιρό. Οι λίγοι που ήξεραν πως να ανοίξουντην τηλεόραση χωρίς κοντρόλ, απλά άφηναν ένα κανάλι να παίζει όλη τη μέρα. Το ζάπινγκ, αργά αλλά σταθερά, άρχισε να πεθαίνει, συμπαρασύροντας στον γκρεμό τα τηλεοπτικά προγράμματα, τις διαφημίσεις, τα τηλεπαιχνίδια και όλα τα πράσιτά τους. 

Φυσικά, ο αντίπαλος άρχισε να οργανώνει την άμυνά του. Τηλεκοντρόλ συμβατά με όλες τις τηλεοράσεις άρχισαν να πωλούνται σωρηδόνμ και, όταν η ζήτηση άρχισε να υπερκαλύπτει την παραγωγή, άρχισαν να πωλούνται στη μαύρη. Εννοείται βέβαια ότι αυτό δεν ήταν ικανό να μας σταματήσει. Η ομάδα αριθμούσε πλέον αρκετά μέλη, ήταν άριστα οργανωμένη και δικτυωμένη και έτοιμη να ξεπεράσει τέτοιου είδους εμπόδια.
Τα τηλεκοντρόλ συνέχισαν να εξαφανίζονται με ταχείς ρυθμούς από τα σπίτια και να γεμίζουν τις μυστικές μας αποθήκες, που σιγά-σιγά μεγάλωναν σε αριθμό και τετραγωνικά.

Έτσι, λίγους μήνες αργότερα, το ζάπινγκ ήταν κλινικά νεκρό και κρατιόταν στη ζωή μόνο χάρη σε κάποιους βαριά άρρωστους που κάθονταν δίπλα στις τηλεοράσεις με τις ώρες και άλλαζαν μηχανικά τα κανάλια μάνιουαgli.  Αλλά και αυτοί θα τα παρατούσαν, αργά ή γρήγορα.

Είχε έρθει η ώρα για το δεύτερο σκέλος της επιχείρησης.

Με τα πενιχρά μας εισοδήματα, που προέρχονταν από παράνομο Emporio Armani (ενσωματωμένη διαφήμιση - τι να κάνω, κάπως πρέπει να βγάλω και εγώ τα έξοδά μου), είχαμε νοικιάσει καμιά εικοσαριά ανατρεπόμενα φορτηγά. Τη συμφωνημένη ώρα, γεμίσαμε τις καρότσες με τα εκατομμύρια τηλεκοντρόλ που είχαμε συλλέξει και ξεκινήσαμε. Μία ώρα αργότερα, οι καρότσες άδειαζαν το περιεχόμενό τους στους προεπιλεγμένους στόχους. Τράπεζες, Χρηματιστήριο, Βουλή, Δικαστήρια, Μητρόπολη, γέμισαν ξαφνικά με χιλιάδες ορφανά τηλεχειριστήρια, και ένα αλαφιασμένο πλήθος, με τον πόνο της απώλειας ζωγραφισμένο στα μάτια του, όρμησε προσπαθώντας να αναγνωρίσει το δικό του άνάμεσα στα άλλα.

Ο όχλος, στη μανία του, λεηλάτησε τα κτίρια, κατέστρεψε τράπεζες δεδομένων, βεβήλωσε εικόνες και εξαφάνισε αρχεία με καταδικαστικές αποφάσεις. Το σύστημα δεχόταν χτύπημα στα θεμέλιά του. Ή τώρα ή ποτέ, να ξεπλύνουμε τη βρόμα, σύντροφοι!!!
Ήρθε το τέλος σας, ρεεεεεεεε...

Παύση

(Η οχλαγωγία σιγά-σιγά καταλαγιάζει και η τάξη και η ηρεμία ακούγονται από μακριά να πλησιάζουν απειλητικά, σα σκυλάδικο τραγούδι σε κασετόφωνο κάμπριο αυτοκινήτου που έρχεται να παρκάρει για πάντα κάτω από τη ζωή σου.)

Ο θείος Σαμ - όπως τότε, έτσι και τώρα - ανησύχησε για τα ανίψια του και έσπευσε να "βοηθήσει".
Τεράστια κοντέινερ με τηλεοράσεις που λειτουργούσαν με φωνητικές εντολές, χωρίς χρείαν τηλεκοντρόλεος, κατέφθασαν την επόμενη κιόλας μερα και άρχισαν να μοιράζονται αφειδώς στον κόσμο, με αντάλλαγμα την υποτέλειά του για τα επόμενα 117 χρόνια. Το κίνημά μας κηρύχθηκε παράνομο και εμείς κυνηγηθήκαμε ανηλεώς. Μερικοί μικροί πυρήνες αντίστασης συνέχισαν τη δράση, αλλά όσο ο κόσμος ξαναέβρισκε σιγά-σιγά το αγαπημένο του καταπραϋντικό, η επανάσταση άρχισε να μετρά αντίστροφα.

Εγώ προσωπικά κατηγορήθηκα από τους πρώην συντρόφους μου ως προδότης και στάλθηκα εξορία. Οι διάδοχοί μου απαρνήθηκαν το παρελθόν, κράτησαν μόνο τις ταμπέλες και το γύρισαν σε πολιτικό κόμμα, το οποίο αναγνώρισε η Βουλή, και τώρα τα στελέχη του σηκώνουν ποτήρια στις δεξιώσεις του προέδρου της Δημοπρασίας και πίνουν "στην υγειά των συντρόφων που δεν είναι σήμερα εδώ"... Οι αχρείοι!...

Μερικές φορές σκέφτομαι αν άξιζε τον κόπο όλη αυτή η ιστορία.
Κάθομαι και κοιτάω παλιές φωτογραφίες, ακούω παλιά τραγούδια και με πιάνει ένας κόμπος στο λαιμό, σα να γύρισα μετά από χρόνια στο πατρικό μου σπίτι και βρήκα στη θέση του πολυώροφη οικοδομή στα σκαριά.
"Μαλάκες εργολάβοι", ψυθιρίζω μόνος μου και εννοώ πολλά διαφορετικά πράγματα μαζί.
Βγαίνω έξω στο δρόμο. Έχει βρέξει και το χώμα μυρίζει χίλιες δυο λέξεις.
Πρέπει να συμμαζέψω λίγο τις αναμνήσεις μου για να κάνω χώρο για καινούργια σχέδια... ο καιρός περνάει...
"Άντε ρε κωλόγερε!" λέω στον εαυτό μου. Γυρνάει, με κοιτάει δήθεν πειραγμένος, μετά σκάμε και οι δυο στα γέλια, παίρνουμε τις μνήμες και τα ονειρά μας και κατηφορίζουμε προς τη θάλασσα.
Θα ψάξουμε για πλακουτσωτές πέτρες και μετά θα κάνουμε διαγωνισμό ποιος θα κάνει τα περισσότερα γκελ στο νερό, μέχρι α νυχτώσει.
Σήμερα είμαι σε φόρμα. Θα με νικήσω σίγουρα, δεν έχω καμία ελπίδα...