9 Νοε 2011

Γιαγιά Παρτ IV: Dreamland

Έχω πολύ καιρό να γράψω για τη γιαγιά μου, ένα από τα αγαπημένα μου θέματα και αυτό που έκανε παγκοσμίως γνωστό το blog μου. Έτσι έχω φτάσει σήμερα να έχω επισκέψεις από χώρες όπως η Ιαπωνία, το Ιράν και η Λετονία και να απορώ πως μπορεί να βρέθηκε κάποιος από την Ιαπωνία στο blog μου. Οι κακοπροαίρετοι θα πείτε πως αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη γιαγιά μου και τέτοιες επισκέψεις είναι τυχαίες και μάλλον θα έχετε δίκιο, ΑΛΛΑ δικό μου είναι το blog και αν θέλω να το αποδώσω εκεί δεν μπορεί κανείς να με σταματήσει! Μετά από αυτή την άχρηστη εισαγωγή προχωράω στο θέμα...

Έχω πολύ καιρό λοιπόν να γράψω για τη γιαγιά και κάποιοι μπορεί να αναρωτηθήκατε γιατί. Ο λόγος είναι γιατί η γιαγιά εδώ και καιρό δε βρίσκεται πια μαζί μας. Πολλές φορές σκέφτηκα να γράψω για αυτήν αλλά απέφευγα να το κάνω. Δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία να συνειδητοποιήσω τι συνέβη. Γενικότερα αντιμετωπίζω το θάνατο με άρνηση. Σα να μην έχει συμβεί ποτέ. Και κάποια στιγμή στο άσχετο μπορεί να με πάρουν τα ζουμιά. Επίσης, δεν ήθελα να γράψω κάτι θλιμμένο για τη γιαγιά. Και δε θα το κάνω ούτε τώρα. Τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Έτσι κι αλλιώς η γιαγιά πάντα με έκανε χαρούμενο. Να πω την αλήθεια κι εγώ τώρα το συνειδητοποιώ και μου φαίνεται απίστευτο αλλά δεν έχω ούτε μία άσχημη ανάμνηση από αυτήν. Η μοναδική φορά που στενοχωρήθηκα μαζί της είναι κωμικοτραγική.

Ήμουν παιδάκι, λοιπόν, κάπου στο δημοτικό και η γιαγιά με τον παππού είχαν έρθει να μείνουν μερικές μέρες μαζί μας. Ένα απόγευμα έλειπε η υπόλοιπη οικογένεια και είχαμε μείνει στο σπίτι εγώ και η γιαγιά και τα λέγαμε. Μες στην κουβέντα η γιαγιά μου έκανε μια ερώτηση για κάποιον/α που δε θυμάμαι. Δεν ήταν κάτι κακό απλά μια ερώτηση από περιέργεια. Εγώ με την παιδική μου αφέλεια ήθελα να αστειευτώ με τη γιαγιά που ήταν άνθρωπος με χιούμορ, αλλά σε καμία περίπτωση να την προσβάλω ή να τη στενοχωρήσω. Έτσι της είπα κάτι σε στυλ:
-"Γιατί κουτσομπολεύεις καλέ; Όλο κουτσομπολεύεις."
Η γιαγιά δεν απάντησε και μετά από λίγο πήγε κι έκατσε στο μπαλκόνι μαζί με τα σύνεργα για τα πετσετάκια. Ήταν για αρκετή ώρα έξω και παραξενεύτηκα που δεν ήρθε να κάτσει μαζί μου. Όταν γύρισε η μάνα μου με τον παππού με ρώτησε που είναι η γιαγιά και της είπα ότι είναι αρκετή ώρα στο μπαλκόνι και πλέκει. Πήγαν λοιπόν να δουν τι κάνει. Μετά από λίγο την άκουσα που κλαψούριζε σαν παιδάκι κάτι σε στυλ "με είπε κουτσομπόλα" και ένιωσα πολύ άσχημα. Πρώτος ήρθε μέσα ο παππούς.
-"Τι έπαθε η γιαγιά;" τον ρώτησα.
-"Τι να πάθει, άμα της μιλάς έτσι καλύτερα να φύγουμε", είπε και έφυγε από το δωμάτιο. 
Όταν μπήκε η μάνα μου με βρήκε να κλαίω κι εγώ.
-"Αχ τι έχω πάθει", είπε γελώντας, "έξω κλαίει η γιαγιά, μέσα κλαις εσύ."
-"Δεν θέλω να φύγουν", της είπα ανάμεσα στους λυγμούς. "Δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω τη γιαγιά. Εγώ για αστείο της το είπα."
Μετά σαν καλός διαμεσολαβητής η μάνα μου βγήκε έξω να εξηγήσει στη γιαγιά. Σε λίγο επέστρεψαν μέσα μαζί. Εγώ ακόμη έκλαιγα. Η γιαγιά χαμογελαστή αλλά με κόκκινα μάτια με αγκάλιασε και μου έλεγε:
-"Δεν πειράζει, δε στενοχωρήθηκα."
-"Δε θέλω να φύγετε", συνέχιζα εγώ.
-"Δε θα φύγουμε", έλεγε η γιαγιά.
Στο τέλος βρεθήκαμε αγκαλιά οι δύο κλαμμένοι και οι υπόλοιποι γελούσαν με τα χάλια μας. Έτσι ήταν η γιαγιά. Ευαίσθητη και καλοπροαίρετη σαν παιδάκι.

Για να έρθω στα πιο πρόσφατα γεγονότα, η γιαγιά είχε παιδευτεί πολύ τον τελευταίο καιρό με την υγεία της. Μέχρι που δεν πήγαινε άλλο και έπρεπε να την πάμε στο νοσοκομείο. Θέλαμε να το αποφύγουμε γιατί η γιαγιά δεν τα μπορούσε όλα αυτά. Μια μέρα είχα πάει με τη μάνα μου να τη δω στο νοσοκομείο. Όταν την πλησίασα της είπε ο θείος μου ότι ήρθε ο Μάριος να σε δει, γιατί η όραση της γιαγιάς ήταν πλέον πολύ ασθενής. 
-"Ο φύλακας-άγγελός μου", έλεγε η γιαγιά κι εγώ της έπιανα το χέρι.
Είναι συγχρόνως συγκινητικό αλλά και αστείο αν το σκεφτείς που πίστευε κάτι τέτοιο γιατί η γιαγιά σπανίως μου ζητούσε κάτι, λες και θα με κούραζε. Μόνο να της βάζω νερό και να ξέρει ότι είμαι στο διπλανό δωμάτιο για να νιώθει ασφάλεια. Κατά τ' άλλα ήταν αυτάρκης μέχρι αηδίας.

Θυμάμαι μια μέρα, είχα πάρει ένα σκαμπό για να κάτσω κοντά στην πρίζα του τηλεφώνου που βρίσκεται στο διάδρομο του σπιτιού. Αφού τελείωσα πήγα στο δωμάτιό μου. Σε κάποια στιγμή άκουσα τη γιαγιά και θυμήθηκα ότι έχω αφήσει το σκαμπό στη μέση του διαδρόμου και δε θα μπορεί να περάσει. Σηκώθηκα κατευθείαν να το πάρω για να δω ότι η γιαγιά είχε φτάσει με το πι ακριβώς μπροστά στο σκαμπό. 
-"Βρε γιαγιά γιατί δε μου λες να πάρω το σκαμπό;" της είπα.
-"Δεν ήξερα ότι είσαι στο δωμάτιο."
-"Καλά, είναι δυνατόν να φύγω και να αφήσω το σκαμπό μες στη μέση. Πως θα περνούσες;"
-"Ε θα περνούσα εγώ. Θα έβαζα το πι από πάνω", είπε η γιαγιά λες και ήταν η Κομανέτσι, ενώ με το ζόρι περπατούσε.
-"Βρε πουλάκι μου, σου έχω πει ότι χρειαστείς να μου το ζητάς. Εγώ γι' αυτό είμαι εδώ."
Αλλά τι να καταλάβει η γιαγιά. Αυτή είχε στο μυαλό της να μην ενοχλήσω το παιδί. Οι δικές της ανάγκες περιττεύουν. Θα τα φέρει βόλτα αυτή.

Κάποιες φορές η γιαγιά μας έλεγε τα όνειρα που είδε. Δύο πράγματα κυριαρχούσαν στα όνειρά της, δύο καημοί. Πρώτον, ότι έκανε δουλειές. Μαγείρευε και έλεγε μετά στη μάνα μου αναλυτικά τη συνταγή που είχε φτιάξει στον ύπνο της, έπλενε και διάφορα συναφή. Δεύτερον, ο μακαρίτης ο παππούς μου. Συχνά την επισκεπτόταν στα όνειρά της. Της έλειπε όσο κι αν την είχε ταλαιπωρήσει.

Τέτοια όνειρα έβλεπε η γιαγιά κοντά μας. Αν είναι κοντά στην οικογένειά της μπορεί να ονειρεύεται. Στο νοσοκομείο τι όνειρα να δει; Ακούς συνέχεια να λένε ότι η υγεία είναι ότι σημαντικότερο. "Υγεία πάνω απ' όλα! Υγεία να έχεις και όλα τα άλλα τα βρίσκεις."

Εγώ πάλι, παρότι είχα και έχω κάποια προβλήματα υγείας, πιστεύω πως η υγεία είναι στα όνειρα. Ίσως να το πίστευε και η γιαγιά.
Όνειρα πάνω απ' όλα!

To be continued!

8 Νοε 2011

Ένας χαμένος φίλος

Μου έχουν χαραχτεί στη μνήμη αρκετές στιγμές που περάσαμε μαζί με το φίλο μου το Λουκά. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι ήταν αυτό που μας έκανε να γίνουμε φίλοι. Νομίζω πως με όλους τους ξεχωριστούς φίλους μου, δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που να μας έφερε κοντά. Κάποιο κοινό ενδιαφέρον, μια κοινή δραστηριότητα... τίποτα τέτοιο. Απλά έτυχε να βρεθούμε στον ίδιο χώρο, στην ίδια παρέα, στο ίδιο σχολείο ή όπου ήταν αυτό και διακρίναμε ο ένας στον άλλο τη φιλία. Τη φιλία τη διακρίνεις. Ξέρεις ποιος είναι ή μπορεί να γίνει φίλος σου μόνο κοιτώντας τον.

Προχθές το βράδυ ο Λουκάς κοίταξε στον καθρέφτη. Στον καθρέφτη δε διακρίνεις ποτέ φιλία. Μόνο έναν άγνωστο. Κι αυτός ο άγνωστος με ταλαιπωρημένο βλέμμα, χέρια που έτρεμαν από την υπερένταση και σταγόνες ιδρώτα να κυλούν στο μέτωπο σημάδευε τον εαυτό του στο κεφάλι με ένα περίστροφο. Ήταν Ιούλιος. Πάντα πίστευα ότι ο Ιούλιος είναι μήνας αλλαγών. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Αλλά πιο αφόρητα ήταν όσα ένιωθε μέσα του.

Θυμάμαι με χαρά και θλίψη συγχρόνως μια μέρα που είχε πιει. Πιτσιρικάδες τότε, είχαμε βγει να ξενυχτήσουμε. Ο Λουκάς που δεν έπινε ποτέ, είχε πιει αρκετά εκείνο το βράδυ για τα κυβικά του. Φαινόταν άλλος άνθρωπος. Στο κόκκινο από το ποτό πρόσωπό του υπήρχε ζωγραφισμένο ένα πελώριο χαμόγελο και η διάθεση να υπακούσει πρόθυμα σε κάθε παρόρμηση που γεννούσε το μυαλό του. Μου έλεγε να μιλήσουμε σε κοπέλες, να τις κεράσουμε, να χορέψουμε μαζί τους. Όταν είδε πως δίσταζα να τον ακολουθήσω βρήκε το θάρρος να το κάνει μόνος του. Ήταν απίστευτο να τον βλέπω έτσι. Πήγαινε και μιλούσε σε διάφορες, τις κερνούσε, χόρευε μαζί τους.

Κάποια στιγμή που με πλησίασε τον ειρωνεύτηκα πως έχει πιει πολύ και θα γίνει ρεζίλι. Ξέρετε, απ' αυτές τις "φιλικές" ειρωνείες που είναι δήθεν για το καλό του άλλου. Το αποτέλεσμα ήταν να ντραπεί και να μαζευτεί. Δε μου άρεσε αυτό. Ήξερα ότι πάντα τον επηρέαζαν αυτά που του έλεγα. Έτσι είναι οι φίλοι. Επηρεάζονται και μιμούνται ο ένας τον άλλο. Αλλά δεν ήθελα να αντιδράσει έτσι. Κι ας μου προκαλούσε αμηχανία. Κι ας ήταν λίγο άχαρος ο χορός του. Ήταν αγνός, ενθουσιώδης και σίγουρα πιο γοητευτικός από εμένα που απλά καθόμουν και έπινα.

Τώρα που το σκέφτομαι απλά φοβόμουν βλέποντας τον να συμπεριφέρεται έτσι, γιατί είχα απέναντι μου κάτι διαφορετικό. Αυτός φυσικά ήταν ο ίδιος καλόκαρδος άνθρωπος, δεν έκανε τίποτα που θα έπρεπε να με φοβίσει. Αλλά εγώ είχα απέναντί μου τις δικές μου ανασφάλειες. Κι αυτές σιγά σιγά γίνονταν και δικές του. Όπως οι γονείς απαγορεύουν ή αποτρέπουν τα παιδιά τους απ' το να κάνουν πράξη τα θέλω τους γιατί απλά εκείνοι φοβούνται.
Δύσκολη η αγάπη.
Δύσκολο να την προσφέρεις όπως θα έπρεπε να είναι.

Ένας αμήχανος έφηβος ήταν ο Λουκάς και έτσι παρέμεινε παρότι είχε πιάσει τα τριάντα. Αν δεν εκπληρώσεις τα θέλω σου στην αντίστοιχη ηλικία αυτά παραμένουν μέσα σου και εσύ διατηρείς τη συμπεριφορά μιας άλλης ηλικίας. Αν δεν παίξεις σαν παιδί, αν δεν ερωτευτείς σαν έφηβος παραμένεις ένα παιδί σε σώμα εφήβου ή ένας έφηβος σε σώμα ενηλίκου. Μέχρι να εκτονώσεις τα θέλω σου ή να τα απαρνηθείς και να τα θυσιάσεις στο όνομα της σκληρής ωριμότητας που επιβάλει η ηλικία σου. 

Την ώρα που ο Λουκάς κοιτούσε στον καθρέφτη περνούσαν από το μυαλό του διάφοροι λόγοι που δικαίωναν αυτό που αντίκριζε. Λάθος επιλογές, άσχημες στιγμές, άδικα συναισθήματα. Τι άλλο μένει αν όχι αυτό;
Αν δε δικαιώνεται η φιλία ψάχνεις άλλες λύσεις. Στο σχολείο συχνά τον κορόιδευαν και τον ειρωνεύονταν. Τα παιδιά είναι σκληρά. Και οι υποτιθέμενοι φίλοι έχουν τις δικές τους έγνοιες και ανασφάλειες. Πολλές φορές με είχε ψάξει να βγούμε, να τα πούμε κι εγώ δεν τον συνάντησα γιατί είχα κάτι άλλο να κάνω. Πολλές φορές βρεθήκαμε αλλά δεν τον βοήθησα να ανοίξει την καρδιά του. Πολλές φορές δεν ήμουν ο φίλος που χρειαζόταν. Τι άλλο μένει;
Αν δε δικαιώνεται ο έρωτας ψάχνεις άλλες λύσεις. Και πως να δικαιωθεί ο έρωτας στα μάτια ενός αμήχανου εφήβου; Όσο πιο πολύ θέλεις κάτι τόσο περισσότερο φοβάσαι πως δε θα το αποκτήσεις. Κι όταν φοβάσαι δεν μπορείς να πετύχεις και πολλά. Πως να γοητεύσεις μια όμορφη κοπέλα που τόσοι ποθούν; Η ζωή θέλει θράσος. Αν δεν το έχεις τι άλλο μένει;

Απογοητευμένος από όλα αυτά ο Λουκάς αποφάσισε να στραφεί στο κυνήγι του χρήματος. "Το χρήμα φέρνει ευτυχία. Όποιος νομίζει το αντίθετο κοροϊδεύει τον εαυτό του." Έτσι μου είχε πει μια μέρα κι εγώ ήταν σα να αντίκριζα κάποιον άλλο άνθρωπο. Κάναμε μήνες να βρεθούμε.

Πιστεύω πως οι έξυπνοι άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν με το χρήμα. Φυσικά αυτό με συμφέρει να πω γιατί δεν έχω πολλά λεφτά. Αλλά ούτε και αξιοποιώ τις ευκαιρίες που μου δίνονται όπως θα έκαναν άλλοι. Να σκεφτώ την επαγγελματική μου καριέρα, να έχω συμπεριφορά αρεστή στο αφεντικό για να κερδίσω μια καλοπληρωμένη θέση, να αναρριχηθώ στην ιεραρχία. Αν είσαι έξυπνος, αργά ή γρήγορα καταλαβαίνεις πόσο μάταιο είναι κάτι τέτοιο. Οι αφελείς τα καταφέρνουν καλύτερα. Αυτοί που επαναλαμβάνουν κάθε μέρα τις ίδιες πράξεις, που δε σταματούν για να σκεφθούν, που δεν αμφιβάλουν για όσα κάνουν.

Ο Λουκάς ήταν σα να ξύπνησε από βαθύ ύπνο. Πάντα τον θεωρούσα έξυπνο. Δεν του πήρε πολύ για να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι φτιαγμένος για κάτι τέτοιο. Αλλά ο Λουκάς δεν ξέρει να κατηγορεί κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό του. Και πάντα επηρεαζόταν από όσα του συνέβαιναν. Αν δεν μπορεί να βγάλει πολλά λεφτά δε θα σκεφτεί πως κάτι τέτοιο είναι ανόητο και μάταιο αλλά ότι ο ίδιος του είναι αδύναμος. Αν δεν μπορεί να γοητεύσει μια περιποιημένη γκομενίτσα σε ένα μπαρ δε θα σκεφτεί πως μια τέτοια κατάσταση είναι πολύ στημένη και δεν του ταιριάζει αλλά ότι δεν είναι αρκετά όμορφος ή ότι δεν έχει λέγειν. Αν κάποιος τον ειρωνευτεί δε θα σκεφτεί πως είναι μαλάκας αλλά ότι έχει δίκιο να τον ειρωνεύεται. Και όλες αυτές οι σκέψεις μαζεύονταν σαν ένα αβάσταχτο φορτίο που τον πλάκωνε. Τίποτα απ' όσα ήθελε δεν μπορούσε να το κάνει πραγματικότητα. Τι άλλο μένει παρά να το πάρεις απόφαση και να προσαρμοστείς. Μα ο Λουκάς δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση.

Άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε ένα περίστροφο. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη για να αντικρίζει το είδωλο που τόσο τον είχε απογοητεύσει. Είδε το ταλαιπωρημένο βλέμμα, τα χέρια που έτρεμαν, σταγόνες ιδρώτα να κυλούν και το περίστροφο να σημαδεύει τον κρόταφο. Μα το πρόσωπο που αντίκριζε δεν του έμοιαζε.

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Σε έπιανε ζαλάδα. Κύμα καύσωνα έλεγαν τα δελτία ειδήσεων. Ο Λουκάς ήταν άυπνος και συγχυσμένος. Νόμιζε πως τα μάτια του του έκαναν παιχνίδια. Δεν μπορεί να ήταν ο εαυτός του αυτός που αντίκριζε. Έτριψε τα μάτια του και κοίταξε καλύτερα. Μέχρι που ήταν βέβαιος. Το πρόσωπο που αντίκριζε δεν ήταν άγνωστο. Αυτός που σημάδευε τον εαυτό του στον καθρέφτη ήμουν εγώ.
Κατέβασε το περίστροφο και το άφησε στο τραπέζι.
Ποτέ δε θα έκανε κακό στον φίλο του.

6 Νοε 2011

Φοβού τους bloggers και γνώμη φέροντες



Έχω καιρό να γράψω στο blog μου και αυτό με στενοχωρεί. Πιστεύω πως γράφω για να μοιραστώ τις σκέψεις μου με άλλους ανθρώπους ώστε αν αξίζουν κάτι αυτές οι σκέψεις και έχουν σημασία για κάποιους να μην πάνε χαμένες. Επίσης, ο κύριος λόγος που γράφω είναι για να εκτονώσω τις σκέψεις μου και ελεύθερος πλέον από αυτές να συνεχίσω. Έχει μεγάλη δύναμη η εξομολόγηση και καλύτερα όταν το κάνεις να έχεις κάποιον απέναντί σου που να θέλει να σε ακούσει.

Πολλά έχουν συμβεί τον τελευταίο καιρό και για τίποτα από αυτά δεν έχω γράψει. Αλλά περιμένω και ξέρω πως θα ρθει η στιγμή. Πρέπει να ξέρεις να περιμένεις κάποιες φορές. Και να που η στιγμή ήρθε.

Τις τελευταίες μέρες του Ιουνίου έντονα και περίεργα συναισθήματα με είχαν κατακλύσει. Ήμουν αρκετά καταβεβλημένος από το περιβάλλον της δουλειάς μου και την καθημερινότητα (βλέπε Το εργοστάσιο κι εγώ) και συγχρόνως από τη σκέψη να σταματήσω τη δουλειά σε καιρούς κρίσης. Δε βλέπεις τι γίνεται; Ανεργία, φτώχεια, φόροι, περικοπές. Κάνε υπομονή!
Αλλά δε μπορούσα πλέον να ζω με το φόβο. Να ανέχομαι, να συμβιβάζομαι, να αδιαφορώ. Αυτή η ζωή κόντευε να με καταπιεί. Δε μπορούσα να κάθομαι και να περιμένω για καλύτερες μέρες μέχρι να χάσω το χρόνο και το σθένος μου. Για το καλύτερο πρέπει να αγωνίζεσαι κι εγώ ένιωθα πως ήμουν μακρυά από το δρόμο για το καλύτερο. Χρειαζόμουν μια αλλαγή.

Έτσι αποφάσισα να σταματήσω τη δουλειά και να φύγω με την ΧΧΧΧ (λογοκρισία) κι όπου μας βγάλει. Κανείς δε χάνεται αν δε θέλει να χαθεί. Κι όσο για την κρίση τα κανάλια, οι πολιτικοί και οι εταιρείες μπορούν να πάρουν την τρομοκρατία τους και να τη βάλουν εκεί που ξέρουν. Θα κάνω τα πάντα για να είμαι περήφανος για τις επιλογές μου.

Έτσι, μετά από συζητήσεις επί συζητήσεων με τους δικούς μου οι οποίοι εν τέλει με υποστήριζαν αλλά με ένα κόμπο στο λαιμό, ήμουν αποφασισμένος να ανακοινώσω στα αφεντικά μου ότι παραιτούμαι και να φύγω με το κεφάλι ψηλά. Η αλήθεια είναι πως παρότι είχα καταλήξει πως θα το κάνω άμεσα, δίσταζα και είχαν περάσει μερικές μέρες από τη στιγμή που είχα πάρει την απόφασή μου. Τελικά αποφάσισα πως θα τους το πω στο τέλος της βδομάδας. Όταν έφτασε το Σάββατο περίμενα να μου δοθεί η ευκαιρία να μιλήσω ιδιαιτέρως στον έναν από τα δύο αφεντικά.

Τελικά, κάποια στιγμή με φώναξε ο άλλος και μου ανακοίνωσε:
-"Το λοιπόν. Η συνεργασία μας ολοκληρώθηκε. Να περάσεις τη Δευτέρα από το λογιστήριο για να σε τακτοποιήσουν."
Φαινόταν εκνευρισμένος και ανήσυχος. Η απάντησή μου ήταν απλά:
-"Ok".
Πήγα στο γραφείο μου για να κλείσω τον υπολογιστή. Το αφεντικό με ακολούθησε για να δει τι κάνω.
-"Έτσι μπράβο, κλείσε τον υπολογιστή...", είπε και περίμενε να βγω από το γραφείο.
Προφανώς δεν μου είχε καμία εμπιστοσύνη και φοβόταν τι μπορεί να έκανα. Να σβήσω αρχεία ή οτιδήποτε άλλο.
Η γραμματέας που είχε δει το όλο σκηνικό με κοιτούσε μουδιασμένη. Ποτέ δεν ένιωσα πως ήταν πραγματικά φιλική απέναντί μου και από την αρχή είχα να αντιμετωπίσω έντονο ανταγωνισμό από την πλευρά της χωρίς να έχω ποτέ σκοπό να της φάω τη θέση ή να την υποσκελίσω.
-"Δε θα τον ρωτήσεις για ποιο λόγο;", με ρώτησε.
-"Τι να τον ρωτήσω έτσι όπως μου το είπε", της απάντησα. 

Τη χαιρέτησα και έφυγα. Είχα αιφνιδιαστεί και τα συναισθήματά μου δεν ήταν αυτά που ήθελα να έχω όταν θα έφευγα από τη δουλειά. Από τη μία μου κακοφάνηκε που δεν είχα την ηθική ικανοποίηση να παραιτηθώ αλλά για να είμαι ειλικρινής η απόλυση με βόλευε οικονομικά. Ένιωθα κάποια ανακούφιση και συγχρόνως έντονη περιέργεια για το λόγο για τον οποίο με απέλυσαν. Τον τελευταίο καιρό έχοντας όλες αυτές τις σκέψεις περί παραίτησης να τριγυρίζουν στο μυαλό μου δεν ήμουν και πολύ παραγωγικός. Πολλές φορές ήταν σα να περιφέρομαι άσκοπα εκεί μέσα. Λες να ήταν αυτός ο λόγος; Λες να αποφάσισαν μια τέτοια περικοπή για λόγους οικονομίας; Λες να είχε δίκιο η κουτσομπόλα καθαρίστρια που έλεγε ότι η θέση στο γραφείο είναι μόνο για έναν;
Αλλά εγώ άλλα είχα καταλάβει. Ούτε οικονομικό πρόβλημα είχαν, ούτε ανάγκη για περικοπές και το να έχουν δύο άτομα στο γραφείο βόλευε από πολλές απόψεις. Δε μας έδιναν σάμπως και τίποτα σπουδαίους μισθούς. Ο λόγος ήταν άλλος. Κι ας ακουστούν χίλια δύο άσχετα κουτσομπολιά από τους εργάτες του εργοστασίου που ανησυχούν για τη δουλίτσα τους. Η αλήθεια είναι άλλη.

Όπως αργότερα διαπίστωσα, τα αφεντικά είχαν δει την παραπάνω ανάρτηση και μάλλον δεν τους άρεσε και πολύ. Κάποιες μέρες μετά έμαθα ότι επικοινώνησαν με την επιχείρηση που φιλοξενούσε την ιστοσελίδα της εταιρείας, την οποία είχα φτιάξει εξ ολοκλήρου εγώ, για να ζητήσουν τον κωδικό της σελίδας. Προφανώς δε μου είχαν καμία εμπιστοσύνη και φοβόντουσαν πως θα μπορούσα να πειράξω την ιστοσελίδα, ίσως ακόμη και να την σβήσω.

Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να κάνω κάτι εκδικητικό. Θεωρώ πως οι άνθρωποι βρίσκουν ότι τους αξίζει στη ζωή. Ίσως κάνω λάθος. Ίσως και όχι.
Θα μου πεις ότι υπάρχουν τόσοι κακόψυχοι που έχουν πολλά λεφτά και ζουν πλουσιοπάροχα. 
Αλλά τα λεφτά είναι η ευτυχία που αποζητούμε;
Εγώ νομίζω πως όχι. Γι' αυτό και έφυγα για να την ψάξω κάπου αλλού.

Σας αφήνω με μερικές σχετικές εικόνες.