8 Νοε 2011

Ένας χαμένος φίλος

Μου έχουν χαραχτεί στη μνήμη αρκετές στιγμές που περάσαμε μαζί με το φίλο μου το Λουκά. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι ήταν αυτό που μας έκανε να γίνουμε φίλοι. Νομίζω πως με όλους τους ξεχωριστούς φίλους μου, δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο που να μας έφερε κοντά. Κάποιο κοινό ενδιαφέρον, μια κοινή δραστηριότητα... τίποτα τέτοιο. Απλά έτυχε να βρεθούμε στον ίδιο χώρο, στην ίδια παρέα, στο ίδιο σχολείο ή όπου ήταν αυτό και διακρίναμε ο ένας στον άλλο τη φιλία. Τη φιλία τη διακρίνεις. Ξέρεις ποιος είναι ή μπορεί να γίνει φίλος σου μόνο κοιτώντας τον.

Προχθές το βράδυ ο Λουκάς κοίταξε στον καθρέφτη. Στον καθρέφτη δε διακρίνεις ποτέ φιλία. Μόνο έναν άγνωστο. Κι αυτός ο άγνωστος με ταλαιπωρημένο βλέμμα, χέρια που έτρεμαν από την υπερένταση και σταγόνες ιδρώτα να κυλούν στο μέτωπο σημάδευε τον εαυτό του στο κεφάλι με ένα περίστροφο. Ήταν Ιούλιος. Πάντα πίστευα ότι ο Ιούλιος είναι μήνας αλλαγών. Η ζέστη ήταν αφόρητη. Αλλά πιο αφόρητα ήταν όσα ένιωθε μέσα του.

Θυμάμαι με χαρά και θλίψη συγχρόνως μια μέρα που είχε πιει. Πιτσιρικάδες τότε, είχαμε βγει να ξενυχτήσουμε. Ο Λουκάς που δεν έπινε ποτέ, είχε πιει αρκετά εκείνο το βράδυ για τα κυβικά του. Φαινόταν άλλος άνθρωπος. Στο κόκκινο από το ποτό πρόσωπό του υπήρχε ζωγραφισμένο ένα πελώριο χαμόγελο και η διάθεση να υπακούσει πρόθυμα σε κάθε παρόρμηση που γεννούσε το μυαλό του. Μου έλεγε να μιλήσουμε σε κοπέλες, να τις κεράσουμε, να χορέψουμε μαζί τους. Όταν είδε πως δίσταζα να τον ακολουθήσω βρήκε το θάρρος να το κάνει μόνος του. Ήταν απίστευτο να τον βλέπω έτσι. Πήγαινε και μιλούσε σε διάφορες, τις κερνούσε, χόρευε μαζί τους.

Κάποια στιγμή που με πλησίασε τον ειρωνεύτηκα πως έχει πιει πολύ και θα γίνει ρεζίλι. Ξέρετε, απ' αυτές τις "φιλικές" ειρωνείες που είναι δήθεν για το καλό του άλλου. Το αποτέλεσμα ήταν να ντραπεί και να μαζευτεί. Δε μου άρεσε αυτό. Ήξερα ότι πάντα τον επηρέαζαν αυτά που του έλεγα. Έτσι είναι οι φίλοι. Επηρεάζονται και μιμούνται ο ένας τον άλλο. Αλλά δεν ήθελα να αντιδράσει έτσι. Κι ας μου προκαλούσε αμηχανία. Κι ας ήταν λίγο άχαρος ο χορός του. Ήταν αγνός, ενθουσιώδης και σίγουρα πιο γοητευτικός από εμένα που απλά καθόμουν και έπινα.

Τώρα που το σκέφτομαι απλά φοβόμουν βλέποντας τον να συμπεριφέρεται έτσι, γιατί είχα απέναντι μου κάτι διαφορετικό. Αυτός φυσικά ήταν ο ίδιος καλόκαρδος άνθρωπος, δεν έκανε τίποτα που θα έπρεπε να με φοβίσει. Αλλά εγώ είχα απέναντί μου τις δικές μου ανασφάλειες. Κι αυτές σιγά σιγά γίνονταν και δικές του. Όπως οι γονείς απαγορεύουν ή αποτρέπουν τα παιδιά τους απ' το να κάνουν πράξη τα θέλω τους γιατί απλά εκείνοι φοβούνται.
Δύσκολη η αγάπη.
Δύσκολο να την προσφέρεις όπως θα έπρεπε να είναι.

Ένας αμήχανος έφηβος ήταν ο Λουκάς και έτσι παρέμεινε παρότι είχε πιάσει τα τριάντα. Αν δεν εκπληρώσεις τα θέλω σου στην αντίστοιχη ηλικία αυτά παραμένουν μέσα σου και εσύ διατηρείς τη συμπεριφορά μιας άλλης ηλικίας. Αν δεν παίξεις σαν παιδί, αν δεν ερωτευτείς σαν έφηβος παραμένεις ένα παιδί σε σώμα εφήβου ή ένας έφηβος σε σώμα ενηλίκου. Μέχρι να εκτονώσεις τα θέλω σου ή να τα απαρνηθείς και να τα θυσιάσεις στο όνομα της σκληρής ωριμότητας που επιβάλει η ηλικία σου. 

Την ώρα που ο Λουκάς κοιτούσε στον καθρέφτη περνούσαν από το μυαλό του διάφοροι λόγοι που δικαίωναν αυτό που αντίκριζε. Λάθος επιλογές, άσχημες στιγμές, άδικα συναισθήματα. Τι άλλο μένει αν όχι αυτό;
Αν δε δικαιώνεται η φιλία ψάχνεις άλλες λύσεις. Στο σχολείο συχνά τον κορόιδευαν και τον ειρωνεύονταν. Τα παιδιά είναι σκληρά. Και οι υποτιθέμενοι φίλοι έχουν τις δικές τους έγνοιες και ανασφάλειες. Πολλές φορές με είχε ψάξει να βγούμε, να τα πούμε κι εγώ δεν τον συνάντησα γιατί είχα κάτι άλλο να κάνω. Πολλές φορές βρεθήκαμε αλλά δεν τον βοήθησα να ανοίξει την καρδιά του. Πολλές φορές δεν ήμουν ο φίλος που χρειαζόταν. Τι άλλο μένει;
Αν δε δικαιώνεται ο έρωτας ψάχνεις άλλες λύσεις. Και πως να δικαιωθεί ο έρωτας στα μάτια ενός αμήχανου εφήβου; Όσο πιο πολύ θέλεις κάτι τόσο περισσότερο φοβάσαι πως δε θα το αποκτήσεις. Κι όταν φοβάσαι δεν μπορείς να πετύχεις και πολλά. Πως να γοητεύσεις μια όμορφη κοπέλα που τόσοι ποθούν; Η ζωή θέλει θράσος. Αν δεν το έχεις τι άλλο μένει;

Απογοητευμένος από όλα αυτά ο Λουκάς αποφάσισε να στραφεί στο κυνήγι του χρήματος. "Το χρήμα φέρνει ευτυχία. Όποιος νομίζει το αντίθετο κοροϊδεύει τον εαυτό του." Έτσι μου είχε πει μια μέρα κι εγώ ήταν σα να αντίκριζα κάποιον άλλο άνθρωπο. Κάναμε μήνες να βρεθούμε.

Πιστεύω πως οι έξυπνοι άνθρωποι δεν τα καταφέρνουν με το χρήμα. Φυσικά αυτό με συμφέρει να πω γιατί δεν έχω πολλά λεφτά. Αλλά ούτε και αξιοποιώ τις ευκαιρίες που μου δίνονται όπως θα έκαναν άλλοι. Να σκεφτώ την επαγγελματική μου καριέρα, να έχω συμπεριφορά αρεστή στο αφεντικό για να κερδίσω μια καλοπληρωμένη θέση, να αναρριχηθώ στην ιεραρχία. Αν είσαι έξυπνος, αργά ή γρήγορα καταλαβαίνεις πόσο μάταιο είναι κάτι τέτοιο. Οι αφελείς τα καταφέρνουν καλύτερα. Αυτοί που επαναλαμβάνουν κάθε μέρα τις ίδιες πράξεις, που δε σταματούν για να σκεφθούν, που δεν αμφιβάλουν για όσα κάνουν.

Ο Λουκάς ήταν σα να ξύπνησε από βαθύ ύπνο. Πάντα τον θεωρούσα έξυπνο. Δεν του πήρε πολύ για να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι φτιαγμένος για κάτι τέτοιο. Αλλά ο Λουκάς δεν ξέρει να κατηγορεί κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό του. Και πάντα επηρεαζόταν από όσα του συνέβαιναν. Αν δεν μπορεί να βγάλει πολλά λεφτά δε θα σκεφτεί πως κάτι τέτοιο είναι ανόητο και μάταιο αλλά ότι ο ίδιος του είναι αδύναμος. Αν δεν μπορεί να γοητεύσει μια περιποιημένη γκομενίτσα σε ένα μπαρ δε θα σκεφτεί πως μια τέτοια κατάσταση είναι πολύ στημένη και δεν του ταιριάζει αλλά ότι δεν είναι αρκετά όμορφος ή ότι δεν έχει λέγειν. Αν κάποιος τον ειρωνευτεί δε θα σκεφτεί πως είναι μαλάκας αλλά ότι έχει δίκιο να τον ειρωνεύεται. Και όλες αυτές οι σκέψεις μαζεύονταν σαν ένα αβάσταχτο φορτίο που τον πλάκωνε. Τίποτα απ' όσα ήθελε δεν μπορούσε να το κάνει πραγματικότητα. Τι άλλο μένει παρά να το πάρεις απόφαση και να προσαρμοστείς. Μα ο Λουκάς δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση.

Άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε ένα περίστροφο. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη για να αντικρίζει το είδωλο που τόσο τον είχε απογοητεύσει. Είδε το ταλαιπωρημένο βλέμμα, τα χέρια που έτρεμαν, σταγόνες ιδρώτα να κυλούν και το περίστροφο να σημαδεύει τον κρόταφο. Μα το πρόσωπο που αντίκριζε δεν του έμοιαζε.

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Σε έπιανε ζαλάδα. Κύμα καύσωνα έλεγαν τα δελτία ειδήσεων. Ο Λουκάς ήταν άυπνος και συγχυσμένος. Νόμιζε πως τα μάτια του του έκαναν παιχνίδια. Δεν μπορεί να ήταν ο εαυτός του αυτός που αντίκριζε. Έτριψε τα μάτια του και κοίταξε καλύτερα. Μέχρι που ήταν βέβαιος. Το πρόσωπο που αντίκριζε δεν ήταν άγνωστο. Αυτός που σημάδευε τον εαυτό του στον καθρέφτη ήμουν εγώ.
Κατέβασε το περίστροφο και το άφησε στο τραπέζι.
Ποτέ δε θα έκανε κακό στον φίλο του.