9 Νοε 2011

Γιαγιά Παρτ IV: Dreamland

Έχω πολύ καιρό να γράψω για τη γιαγιά μου, ένα από τα αγαπημένα μου θέματα και αυτό που έκανε παγκοσμίως γνωστό το blog μου. Έτσι έχω φτάσει σήμερα να έχω επισκέψεις από χώρες όπως η Ιαπωνία, το Ιράν και η Λετονία και να απορώ πως μπορεί να βρέθηκε κάποιος από την Ιαπωνία στο blog μου. Οι κακοπροαίρετοι θα πείτε πως αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη γιαγιά μου και τέτοιες επισκέψεις είναι τυχαίες και μάλλον θα έχετε δίκιο, ΑΛΛΑ δικό μου είναι το blog και αν θέλω να το αποδώσω εκεί δεν μπορεί κανείς να με σταματήσει! Μετά από αυτή την άχρηστη εισαγωγή προχωράω στο θέμα...

Έχω πολύ καιρό λοιπόν να γράψω για τη γιαγιά και κάποιοι μπορεί να αναρωτηθήκατε γιατί. Ο λόγος είναι γιατί η γιαγιά εδώ και καιρό δε βρίσκεται πια μαζί μας. Πολλές φορές σκέφτηκα να γράψω για αυτήν αλλά απέφευγα να το κάνω. Δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία να συνειδητοποιήσω τι συνέβη. Γενικότερα αντιμετωπίζω το θάνατο με άρνηση. Σα να μην έχει συμβεί ποτέ. Και κάποια στιγμή στο άσχετο μπορεί να με πάρουν τα ζουμιά. Επίσης, δεν ήθελα να γράψω κάτι θλιμμένο για τη γιαγιά. Και δε θα το κάνω ούτε τώρα. Τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Έτσι κι αλλιώς η γιαγιά πάντα με έκανε χαρούμενο. Να πω την αλήθεια κι εγώ τώρα το συνειδητοποιώ και μου φαίνεται απίστευτο αλλά δεν έχω ούτε μία άσχημη ανάμνηση από αυτήν. Η μοναδική φορά που στενοχωρήθηκα μαζί της είναι κωμικοτραγική.

Ήμουν παιδάκι, λοιπόν, κάπου στο δημοτικό και η γιαγιά με τον παππού είχαν έρθει να μείνουν μερικές μέρες μαζί μας. Ένα απόγευμα έλειπε η υπόλοιπη οικογένεια και είχαμε μείνει στο σπίτι εγώ και η γιαγιά και τα λέγαμε. Μες στην κουβέντα η γιαγιά μου έκανε μια ερώτηση για κάποιον/α που δε θυμάμαι. Δεν ήταν κάτι κακό απλά μια ερώτηση από περιέργεια. Εγώ με την παιδική μου αφέλεια ήθελα να αστειευτώ με τη γιαγιά που ήταν άνθρωπος με χιούμορ, αλλά σε καμία περίπτωση να την προσβάλω ή να τη στενοχωρήσω. Έτσι της είπα κάτι σε στυλ:
-"Γιατί κουτσομπολεύεις καλέ; Όλο κουτσομπολεύεις."
Η γιαγιά δεν απάντησε και μετά από λίγο πήγε κι έκατσε στο μπαλκόνι μαζί με τα σύνεργα για τα πετσετάκια. Ήταν για αρκετή ώρα έξω και παραξενεύτηκα που δεν ήρθε να κάτσει μαζί μου. Όταν γύρισε η μάνα μου με τον παππού με ρώτησε που είναι η γιαγιά και της είπα ότι είναι αρκετή ώρα στο μπαλκόνι και πλέκει. Πήγαν λοιπόν να δουν τι κάνει. Μετά από λίγο την άκουσα που κλαψούριζε σαν παιδάκι κάτι σε στυλ "με είπε κουτσομπόλα" και ένιωσα πολύ άσχημα. Πρώτος ήρθε μέσα ο παππούς.
-"Τι έπαθε η γιαγιά;" τον ρώτησα.
-"Τι να πάθει, άμα της μιλάς έτσι καλύτερα να φύγουμε", είπε και έφυγε από το δωμάτιο. 
Όταν μπήκε η μάνα μου με βρήκε να κλαίω κι εγώ.
-"Αχ τι έχω πάθει", είπε γελώντας, "έξω κλαίει η γιαγιά, μέσα κλαις εσύ."
-"Δεν θέλω να φύγουν", της είπα ανάμεσα στους λυγμούς. "Δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω τη γιαγιά. Εγώ για αστείο της το είπα."
Μετά σαν καλός διαμεσολαβητής η μάνα μου βγήκε έξω να εξηγήσει στη γιαγιά. Σε λίγο επέστρεψαν μέσα μαζί. Εγώ ακόμη έκλαιγα. Η γιαγιά χαμογελαστή αλλά με κόκκινα μάτια με αγκάλιασε και μου έλεγε:
-"Δεν πειράζει, δε στενοχωρήθηκα."
-"Δε θέλω να φύγετε", συνέχιζα εγώ.
-"Δε θα φύγουμε", έλεγε η γιαγιά.
Στο τέλος βρεθήκαμε αγκαλιά οι δύο κλαμμένοι και οι υπόλοιποι γελούσαν με τα χάλια μας. Έτσι ήταν η γιαγιά. Ευαίσθητη και καλοπροαίρετη σαν παιδάκι.

Για να έρθω στα πιο πρόσφατα γεγονότα, η γιαγιά είχε παιδευτεί πολύ τον τελευταίο καιρό με την υγεία της. Μέχρι που δεν πήγαινε άλλο και έπρεπε να την πάμε στο νοσοκομείο. Θέλαμε να το αποφύγουμε γιατί η γιαγιά δεν τα μπορούσε όλα αυτά. Μια μέρα είχα πάει με τη μάνα μου να τη δω στο νοσοκομείο. Όταν την πλησίασα της είπε ο θείος μου ότι ήρθε ο Μάριος να σε δει, γιατί η όραση της γιαγιάς ήταν πλέον πολύ ασθενής. 
-"Ο φύλακας-άγγελός μου", έλεγε η γιαγιά κι εγώ της έπιανα το χέρι.
Είναι συγχρόνως συγκινητικό αλλά και αστείο αν το σκεφτείς που πίστευε κάτι τέτοιο γιατί η γιαγιά σπανίως μου ζητούσε κάτι, λες και θα με κούραζε. Μόνο να της βάζω νερό και να ξέρει ότι είμαι στο διπλανό δωμάτιο για να νιώθει ασφάλεια. Κατά τ' άλλα ήταν αυτάρκης μέχρι αηδίας.

Θυμάμαι μια μέρα, είχα πάρει ένα σκαμπό για να κάτσω κοντά στην πρίζα του τηλεφώνου που βρίσκεται στο διάδρομο του σπιτιού. Αφού τελείωσα πήγα στο δωμάτιό μου. Σε κάποια στιγμή άκουσα τη γιαγιά και θυμήθηκα ότι έχω αφήσει το σκαμπό στη μέση του διαδρόμου και δε θα μπορεί να περάσει. Σηκώθηκα κατευθείαν να το πάρω για να δω ότι η γιαγιά είχε φτάσει με το πι ακριβώς μπροστά στο σκαμπό. 
-"Βρε γιαγιά γιατί δε μου λες να πάρω το σκαμπό;" της είπα.
-"Δεν ήξερα ότι είσαι στο δωμάτιο."
-"Καλά, είναι δυνατόν να φύγω και να αφήσω το σκαμπό μες στη μέση. Πως θα περνούσες;"
-"Ε θα περνούσα εγώ. Θα έβαζα το πι από πάνω", είπε η γιαγιά λες και ήταν η Κομανέτσι, ενώ με το ζόρι περπατούσε.
-"Βρε πουλάκι μου, σου έχω πει ότι χρειαστείς να μου το ζητάς. Εγώ γι' αυτό είμαι εδώ."
Αλλά τι να καταλάβει η γιαγιά. Αυτή είχε στο μυαλό της να μην ενοχλήσω το παιδί. Οι δικές της ανάγκες περιττεύουν. Θα τα φέρει βόλτα αυτή.

Κάποιες φορές η γιαγιά μας έλεγε τα όνειρα που είδε. Δύο πράγματα κυριαρχούσαν στα όνειρά της, δύο καημοί. Πρώτον, ότι έκανε δουλειές. Μαγείρευε και έλεγε μετά στη μάνα μου αναλυτικά τη συνταγή που είχε φτιάξει στον ύπνο της, έπλενε και διάφορα συναφή. Δεύτερον, ο μακαρίτης ο παππούς μου. Συχνά την επισκεπτόταν στα όνειρά της. Της έλειπε όσο κι αν την είχε ταλαιπωρήσει.

Τέτοια όνειρα έβλεπε η γιαγιά κοντά μας. Αν είναι κοντά στην οικογένειά της μπορεί να ονειρεύεται. Στο νοσοκομείο τι όνειρα να δει; Ακούς συνέχεια να λένε ότι η υγεία είναι ότι σημαντικότερο. "Υγεία πάνω απ' όλα! Υγεία να έχεις και όλα τα άλλα τα βρίσκεις."

Εγώ πάλι, παρότι είχα και έχω κάποια προβλήματα υγείας, πιστεύω πως η υγεία είναι στα όνειρα. Ίσως να το πίστευε και η γιαγιά.
Όνειρα πάνω απ' όλα!

To be continued!